Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ
Εορτάζει στις 19 Ιουλίου (ανακομιδή του αγίου λειψάνου του) και στις 2 Ιανουαρίου (κοίμηση)
Γιορτάζει το Ντιβέεβο, γιορτάζει ο αγαπημένος μας μπάτιουσκα Σεραφείμ του Σάρωφ!!!
Σε ικετεύω, χαρά μου, απόκτησε το πνεύμα της ειρήνης.
Να προσεύχεσθε αδιάκοπα. Να ευχαριστείτε τον Θεό για τα πάντα. Νάστε πάντα χαρούμενες. Μην αφήσετε να κυριευθήτε από πνεύμα απογοητεύσεως.
Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ και ο Μίσα η αρκούδα
Ο Άγιος Σεραφείμ στα δεκαεννέα του χρόνια πήγε στο δάσος του Σάρωφ, όπου ασκήτεψε μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί, έδωσε στα διάφορα μέρη του δάσους ονομασίες, όπως Ναζαρέτ, Βηθλεέμ, Ιερουσαλήμ, Όρος Θαβώρ, Γολγοθάς. Την δε καλύβα του την ωνόμασε Άγιον Όρος. Έτσι, κάνοντας τις καθημερινές του εργασίες, μαζεύοντας βρύα, για να τα χρησιμοποιήση ως λίπασμα στον κήπο του, ή κόβοντας ξύλα, επαναλάμβανε τις διάφορες φάσεις της ζωής του Χριστού.
Στην αρχή της ερημικής, αναχωρητικής ζωής του τρεφόταν με σκληρό και ξηρό ψωμί πού το έπαιρνε από το μοναστήρι κάθε Κυριακή για ολόκληρη την εβδομάδα. Αλλά και από αυτή την ποσότητα ξεχώριζε αρκετό για τα ζώα και τα πουλιά της ερήμου, τα οποία τον υπεραγαπούσαν και συχνά επισκέπτονταν τον τόπο, όπου προσευχόταν και ασκήτευε. Ακόμη και στα άγρια θηρία ενέπνεε ο όσιος το δέος. Συχνά τον πλησίαζε μιά πελώρια αρκούδα, στην οποία έδινε τροφή• κάποτε, μάλιστα, άφηνε και τους επισκέπτες του να της δώσουν. Μ’ ένα λόγο του, η αρκούδα έφευγε στο δάσος, και ερχόταν πάλι άλλη φορά.
Η αδελφή της μονής του Ντιβιέγιεβο Ματρόνα Πλεπτσέγιεβα διηγήθηκε το εξής θαυμαστό περιστατικό: «Όταν ήλθα στο μοναστήρι είχα με την ευλογία του π. Σεραφείμ το διακόνημα να μαγειρεύω για τις αδελφές. Ξαφνικά λόγω αδυναμίας και δαιμονικού πειρασμού, περιέπεσα σε τέτοια ψυχική αγωνία και σκυθρωπότητα, ώστε αποφάσισα κρυφά και χωρίς ευλογία να εγκαταλείψω την μονή• τόσο δύσκολο και ανυπόφορο μού ήταν αυτό το διακόνημα.
Ο π. Σεραφείμ χωρίς αμφιβολία προσείδε αυτόν μου τον πειρασμό, αφού ξαφνικά με προσκάλεσε να τον επισκεφθώ. Πήγα σ’ εκείνον την τρίτη ημέρα της εορτής των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Σε όλη την διαδρομή έκλαια. Όταν έφθασα στο κελλί του και πριν να εισέλθω είπα την συνηθισμένη ευχή. Αυτός απάντησε το «αμήν» και βγήκε να με προϋπαντήση σαν φιλόστοργος πατέρας. Με έπιασε από τα δυό μου χέρια, με οδήγησε στο κελλί και είπε: «χαρά μου, σε περίμενα όλη την ημέρα».
Με δάκρυα του αποκρίθηκα: «Πατερούλη σύ γνωρίζεις ποιο είναι το διακόνημα μου• μού ήταν αδύνατον να φθάσω ενωρίτερα. Μόλις ετοίμασα το γεύμα στις αδελφές ξεκίνησα για εδώ και σε όλη την διαδρομή έκλαια».
Τότε ο π. Σεραφείμ μού σκούπισε τα δάκρυα με το μανδήλι του λέγοντας: «Μητερούλα, τα δάκρυα σου δεν στάζουν μάταια στο έδαφος».
Κατόπιν με οδήγησε στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ελεούσης και μού είπε: «Βάλε μετάνοια μητερούλα και ασπάσου την Βασίλισσα των ουρανών• Αυτή θα σε παρηγόρηση». Έβαλα μετάνοια, ασπάσθηκα την εικόνα και αισθάνθηκα τέτοια χαρά στην ψυχή, ώστε αναγεννήθηκα εξ ολοκλήρου.
Μετά απ’ αυτό ο π. Σεραφείμ μού είπε: «Μητερούλα, τώρα πήγαινε στον ξενώνα και αύριο έλα στη μακρινή έρημο».
«Φοβάμαι, πατερούλη, να έλθω μόνη στην μακρινή έρημο» του είπα.
Αλλά εκείνος αποκρίθηκε: «Σύ, μητερούλα, στην διαδρομή προς την έρημο λέγε μεγαλόφωνα και αδιάλειπτα το Κύριε Ελέησον!» Αμέσως άρχισε και ο ίδιος να σιγοψάλλη μερικές φορές το Κύριε Ελέησον! Εγώ έκανα όπως μού είπε.
Την επομένη έλεγα δυνατά σε όλη την διαδρομή το Κύριε Ελέησον. Και όχι μόνο δεν αισθάνθηκα κανένα φόβο, αλλά αντίθετα υπέρτατη χαρά. Πλησιάζοντας στην μακρινή μικρή έρημο, είδα ξαφνικά τον π. Σεραφείμ να κάθεται επάνω σ’ ένα κούτσουρο κοντά στο κελλί του και δίπλα του να στέκεται μία μεγάλη αρκούδα. Εγώ έμεινα σαν στήλη άλατος από τον φόβο μου και φώναζα με όση δύναμι είχα: «Πατερούλη, θα πεθάνω!» Και έπεσα από τον τρόμο. Αυτός όταν άκουσε την φωνή μου κτύπησε την αρκούδα ελαφρά και της ένευσε με το χέρι του. Η αρκούδα ωσάν να ήταν λογικό πλάσμα έφυγε αμέσως στο πυκνό δάσος, προς την πλευρά πού της έδειξε με το χέρι του. Βλέποντας εγώ όλα αυτά έτρεμα από τη φρίκη. Ακόμη και όταν με πλησίασε ο π. Σεραφείμ και μού είπε να μη φοβούμαι, εγώ συνέχιζα να φωνάζω: «Αλοίμονό μου! Θα πεθάνω!» «Όχι, μητερούλα, μού είπε ο γέροντας, δεν θα πεθάνης• ο θάνατος είναι μακρυά σου• αυτό εδώ είναι χαρά». Και τότε με οδήγησε σ’ αυτό το ίδιο κούτσουρο οπού καθόταν προ ολίγου. Προσευχήθηκε, με έβαλε να καθήσω εκεί και κάθησε και ο ίδιος. Μόλις όμως καθήσαμε, εμφανίσθηκε έξαφνα από το πυκνό δάσος η ίδια αρκούδα και αφού πλησίασε τον π. Σεραφείμ ξάπλωσε στα πόδια του. Εγώ, επειδή ήμουν τόσο κοντά στο φοβερό θηρίο, στην αρχή φοβήθηκα υπερβολικά. Κατόπιν όμως, βλέποντας τον π. Σεραφείμ να συμπεριφέρεται χωρίς κανένα φόβο και επί πλέον να δίνη με το χέρι του στην αρκούδα ψωμί, ειρήνευσα και συνήλθα. Το πρόσωπο του αγιασμένου μου πατερούλη μου φάνηκε εξαιρετικά θαυμαστό, φωτεινό και χαρούμενο, ως πρόσωπο αγγέλου. Όταν ειρήνευσα ολότελα, ο γέροντας μού πρόσφερε το υπόλοιπο ψωμί, και με προέτρεψε να το δώσω η ίδια στην αρκούδα. Εγώ όμως του απάντησα: «Φοβάμαι πατερούλη, θα μού κόψη και το χέρι με τα δόντια της». Αυτός με κοίταξε και μειδιώντας μού είπε: «Όχι, μητερούλα, πίστευσε ότι δεν θα σου κόψη το χέρι». Πήρα τότε το ψωμί και ετάισα την αρκούδα με τέτοια ευχαρίστηση ώστε ήθελα να της δώσω και άλλο• το θηρίο ήταν ήμερο και πράο ακόμη και σε μένα, την αμαρτωλή, με την ευχή του π. Σεραφείμ.
Βλέποντας με αυτός ήρεμη μού είπε: «Θυμάσαι μητερούλα ότι στον Ιορδάνη υπηρετούσε τον όσιο Γεράσιμο ένα λιοντάρι; Τον πτωχό Σεραφείμ τον υπηρετεί μία αρκούδα. Βλέπεις; Και τα θηρία μας υπακούουν, και σύ ολιγοψύχησες μητερούλα. Γιατί όμως να ολιγοπιστούμε;»
Τότε του είπα με αφέλεια: «Πατερούλη, αν έβλεπαν οι αδελφές αυτή την αρκούδα θα πέθαιναν από φόβο». Αυτός μού αποκρίθηκε: «Όχι, μητερούλα, οι αδελφές δεν θα την δουν». «Μα αν κάποιος την σκοτώση, πολύ θα λυπηθώ», του είπα. Και αυτός απάντησε: «Δεν θα την σκοτώσουν, αλλά εκτός από σένα δεν θα την δη κανένας».
Εγώ σκεπτόμουν ακόμη πώς θα διηγηθώ στις αδελφές αυτό το φοβερό θαύμα. Ο π. Σεραφείμ απαντώντας στις σκέψεις μου είπε: «Μητερούλα, μέχρι να περάσουν ένδεκα χρόνια από την τελευτή μου, δεν θα μιλήσης σε κανένα γι’ αυτό- τότε θα σου αποκάλυψη ο Θεός σε ποιόν θα το διηγηθής».
Μετά από πολλά χρόνια, η αδελφή Ματρόνα ήλθε για κάποια δουλειά στο κελλί, οπού με την ευλογία του π. Σεραφείμ αγιογραφούσε ο Ευθύμιος Βασίλιεφ, γνωστός για την ευλάβεια και αγάπη του προς τον μακάριο γέροντα. Βλέποντας ότι ζωγραφίζει τον π. Σεραφείμ του είπε ξαφνικά: «Θα ήταν ωραίο να ζωγραφίσης τον πατέρα Σεραφείμ με μία αρκούδα». Ό Ευθύμιος Βασίλιεφ την ερώτησε πώς της ήλθε αυτή η ιδέα. Και έτσι ήταν αυτός ο πρώτος, στον οποίο η μοναχή αφηγήθηκε το εξαίσιο περιστατικό. Τότε ακριβώς είχε συμπληρωθή η ενδεκαετία από την κοίμησι του οσίου.
από τον βίο του στάρετς Σεραφείμ τού Σάρωφ, Ποποβιτς , σελ.39
Η αρκούδα αυτή, εκτός από συντροφιά, προσέφερε μερικές φορές και βοήθεια στον Άγιο Σεραφείμ.
–Άκου δω, Μίσα, της είπε μία ημέρα που είχε επισκέπτες και οι οποίοι, ως συνήθως, έδειχναν φοβισμένοι στην θέα του θηρίου. Αντί να τρομάζης τους ανθρώπους, δεν πηγαίνεις καλύτερα να μου φέρης κάτι, να προσφέρω στους επισκέπτες μου;
Εκείνη υπάκουσε, χώθηκε στο δάσος και σε λίγο επέστρεψε, περπατώντας όρθια στα πόδια. Στα μπροστινά κρατούσε μία κηρήθρα με μέλι!
https://iconandlight.wordpress.com/category/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου