***
Είδα έναν άγιο ζωντανό. Ναι, έναν άγνωστο άγιο. Ο καημένος, περιφρονημένος… Δεν τον έβλεπε κανείς. Το εκχείλισμα και το περίσσευμα της χάριτος ήλθε σ’ εμένανε τον ταπεινό, όταν είδα αυτόν, τον Γερο-Δημά, στο Κυριακό να κάνει τις μετάνοιές του και ν’ αναλύεται σε λυγμούς στην προσευχή του. Με τις μετάνοιες αυτουνού, τόσο πολύ τον επεσκίασε η χάρις, ώστε ακτινοβόλησε και σ’ εμένα. Τότε ξέσπασε και σ’ εμένα ο πλούτος της χάριτος..
Ο Γερο-Δημάς μου μετέδωσε το χάρισμα της ευχής και το διορατικό, την ώρα που ο ίδιος προσευχόταν στο νάρθηκα της Αγίας Τριάδος, του Καθολικού των Καυσοκαλυβίων. Αυτό που έπαθα, ποτέ δεν το είχα σκεφθεί, ούτε ποτέ επιθυμήσει, ούτε το περίμενα. …… Οι Πατέρες δεν έκαναν εκβιασμούς, δεν ζητούσαν σημεία, δεν ζητούσαν χαρίσματα. Εγώ δεν είπα ποτέ μου να έπαιρνα κάποιο χάρισμα απ’ τον Θεό. Ποτέ δεν το σκέφθηκα. Κι αυτό που ποτέ δεν σκέφθηκα παρουσιάσθηκε ξαφνικά κι εγώ ποτέ δεν του έδωσα σημασία.
Κατά το απογευματάκι της ίδιας ημέρας εβγήκα από την εκκλησία. Κάθισα στο πεζούλι και κοίταζα κατά τη θάλασσα. Πλησίαζε η ώρα που συνήθως ερχόντουσαν οι Γεροντές μου. Εκεί που κοίταζα μήπως έλθουν, τους είδα να προβάλλουν. Τους είδα να κατεβαίνουν κάτι μαρμάρινα σκαλιά. Αυτός όμως ο τόπος ήταν μακρινός, δεν έπρεπε κανονικά να τον βλέπω. Τους είδα με την χάρι του Θεού. Ενθουσιάσθηκα. Ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβηκε αυτό. Πετάγομαι έξω, τρέχω και τους φθάνω. Παίρνω τα δισάκια.
– Πώς το ήξερες ότι ερχόμαστε; Λέει ο Γέροντας.
– Γέροντα, δεν ξέρω πώς να σου το εξηγήσω. Ενώ ήσασταν πίσω απ’ το βουνό, εγώ σας είδα φορτωμένους κι έτρεξα. Το βουνό ήταν σαν τζάμι κι έβλεπα πίσω.
Το χάρισμα της διοράσεως ποτέ δεν το είχα επιθυμήσει. Ούτε όταν το έλαβα, προσπάθησα να προχωρήσω, δηλαδή να το καλλιεργήσω. Δεν του έδωσα σημασία. Ούτε ζήτησα ποτέ, ούτε ζητώ απ’ τον Θεό να μου αποκαλύψει κάτι, γιατί νομίζω ότι αυτό είναι αντίθετο με το θέλημά Του. Αλλά μετά το γεγονός με τον Γέρο-Δημά άλλαξα εντελώς. Η ζωή μου όλο χαρά και αγαλλίαση. Ζούσα μες στ’ άστρα, μες στο άπειρο, στον ουρανό. Πρώτα δεν ήμουν έτσι.
Από τότε που αισθάνθηκα την χάρι του Θεού, όλα τα χαρίσματα πολλαπλασιάσθηκαν. Έγινα έξυπνος. Έμαθα τριαδικούς κανόνες, τον Κανόνα του Ιησού, άλλους κανόνες. Μόνο που τους διαβάζανε και τους ψάλλανε στην εκκλησία, τους μάθαινα απ’ έξω. Το Ψαλτήρι το έλεγα απ’ έξω. … Όντως άλλαξα. «Έβλεπα» πολλά πράγματα, αλλά δεν μιλούσα· δηλαδή δεν είχα το δικαίωμα να το πω, δεν είχα «πληροφορία». Όλα τα έβλεπα, όλα τα πρόσεχα, όλα τα ήξερα. Απ’ τη χαρά μου δεν πατούσα στη γη. Τότε άνοιξε η μύτη μου και μύριζα τα πάντα, άνοιξαν τα μάτια μου, άνοιξαν τ’ αυτιά μου. Από μακριά τα καταλάβαινα. Τα ζώα, τα πουλιά, τα ξεχώριζα όλα. Ήξερα απ’ το κελάηδημα αν είναι κότσυφας, αν είναι σπουργίτι, αν είναι σπίνος, αν είναι αηδόνι, αν είναι κομπογιάννηδες, αν είναι τσίχλες. Όλα τα πουλάκια τα καταλάβαινα απ’ τη φωνή τους. Τη νύκτα, ξημερώνοντας, χαιρόμουνα τη συναυλία που έκαναν τ’ αηδόνια, τα κοτσύφια, όλα, όλα …
Έγινα άλλος, καινούργιος, διαφορετικός. Ό,τι έβλεπα, το έκανα προσευχή. Το γύριζα στον εαυτό μου. Γιατί το πουλί ψάλλει και δοξολογεί τον Πλάστη; Ήθελα να το κάνω κι εγώ. Το ίδιο και με τα λουλούδια. Τα λουλούδια τα καταλάβαινα απ’ τις μυρωδιές και το άρωμά τους το άκουγα από μισή ώρα μακριά. Παρατηρούσα τα χόρτα, τα δέντρα, τα νερά, τα βράχια. Ά! Με τα βράχια μιλούσα. Πόσα είχαν δει αυτά! Τα ρωτούσα και μου λέγανε όλα τα μυστικά των Καυσοκαλυβίων. Κι εγώ συγκινιόμουν και κατανυγόμουν. Τα έβλεπα όλα με την χάρι του Θεού. Έβλεπα, αλλά δεν μιλούσα. Συχνά πήγαινα στο δάσος. Πολύ μ’ ενθουσίαζε να περπατώ ανάμεσα απ’ τις πέτρες και τα σχοίνα, τα μικρά και τα μεγάλα δένδρα.
Δεν μπορώ να σας μεταφέρω αυτά που ένιωσα. Αυτά που αισθάνθηκα. Σας φανέρωσα, όμως, το μυστήριο…
Τα χαρίσματα τα πνευματικά τα χάνει ο άνθρωπος, όταν δεν προσέξει. Χρειάζεται προσοχή σ’ αυτά τα πνευματικά πράγματα. Να μη λέτε σ’ άλλους τις μυστικές πνευματικές εμπειρίες που έχετε. Δεν κάνει. Χάνομε έτσι τη θεία χάρι. Είδατε η Παναγία; Τηρούσε σιγήν. Στον Ιωσήφ δεν είπε το μυστικό του Ευαγγελισμού. … Ο Θεός κρύβεται πολύ· τόσο που νομίζομε ότι δεν υπάρχει. Παρουσιάζεται σ’ αυτούς που έχουν αξιωθεί του δώρου της ταπεινώσεως.
Αναζητούσα έναν καινούργιο τόπο περισυλλογής, σαν το κατατρεγμένο πουλάκι που ποθούσε να πάει στους κόλπους του Θεού με τη νοερά προσευχή… Αλλά τι συνέβη; Για δυό ημέρες έκανε μεγάλη θύελλα και θαλασσοταραχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου