Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Άγιος Εφραίμ της Νέας Μάκρης: “Θα κάνω πολλά θαύματα, για να πιστέψει ο κόσμος και να σωθεί, πριν έλθουν τα μεγάλα δεινά…”.

Εφραίμ Νέας Μάκρης_St. Ephraim of Nea Makri_Св Ефрем Новый Неа Макри_8038047797574356702_n












«Είμαι ο Μεγαλομάρτυρας Εφραίμ. Γεννήθηκα 14 Σεπτεμβρίου, ανήμερα του Σταυρού και πάλι 14 Σεπτεμβρίου ημέρα του Σταυρού, άρχισε το μαρτύριό μου. Να πεις στην αδελφή Μακαρία, πως θέλω να μου φτιάξει ένα τέτοιο προσκυνητάρι, στη στροφή του δρόμου, εκεί που καθόμουν και ξεκουραζόμουν».

«Ήταν ψηλός, με μάτια μικρά στρογγυλά πού τρεμόπαιζαν στις κόγχες τους. Έβλεπα τις ρυτίδες του, και τα γένια του πού έφθαναν μέχρι τον λαιμό του. Το μαύρο ράσο του μαύρο με πτυχώσεις, και στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα φως υπέρλαμπρο ενώ με το δεξί ευλογούσε !…»
Ο Άγιος Εφραίμ, κατά κόσμο Κωνσταντίνος Μόρφης, γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 14 Σεπτεμβρίου 1384, το πατρικό του σπίτι, κατά παράδοση, ήταν απέναντι από τον Ιερό Ναό του Αγίου Στεφάνου, κοντά στον Ληθαίο ποταμό. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία μαζί με τα άλλα εφτά αδέλφια του, τη δε φροντίδα τους, μετά τον Θεό, ανέλαβε η ευσεβής μητέρα του. Σε ηλικία 14 ετών, με προτροπή της μητέρας του, για να αποφύγει τον εξισλαμισμό και τη στρατολογία στα γενιτσαρικά σώματα, έφυγε για τις περιοχές της Ελλάδας που δεν ήταν ακόμα κάτω από τον Τουρκικό ζυγό. Όταν έφτασε σε μια τέτοια περιοχή, η ευσεβής μητέρα του τον ορμήνεψε, να βρει ένα μοναστήρι και έτσι εισήλθε στην ακμάζουσα τότε σταυροπηγιακή Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου του όρους των Άμωμων (Καθαρών) της Αττικής. Στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Εφραίμ, και μετά από λίγα χρόνια χειροτονήθηκε Ιερέας. Στο μοναστήρι περνούσε πολύ λίγο χρόνο.  Όλες τις ημέρες τις περνούσε με προσευχή, απομονωμένος σε μια σπηλιά πάνω στο βουνό.
Το 1416 οι Τούρκοι εισέβαλαν και λεηλάτησαν την Αττική και ανάγκασαν το Δούκα των Αθηνών να δηλώσει υποταγή στο Σουλτάνο. Το 1424 οι Τούρκοι εισέβαλαν βιαίως στη Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και έσφαξαν όλους τους Πατέρες της Μονής. Ο Άγιος απουσίαζε στη σπηλιά του πάνω στο βουνό για προσευχή και μόλις επέστρεψε αντίκρισε έντρομος την καταστροφή. Αφού θρήνησε γοερώς έθαψε τους Πατέρες, και έπειτα γύρισε στο κελί του. Τρεφόταν μόνο με χόρτα, ελιές και σύκα που εύρισκε στο δάσος. Στο μοναστήρι κατέβαινε μόνο στις μεγάλες εορτές για να λειτουργήσει στην εκκλησία του.

Τον επόμενο χρόνο, την 14η Σεπτεμβρίου 1425, επανήλθαν οι βάρβαροι και βρήκαν τον Άγιο. Τον συνέλαβαν και άρχισαν τα μαρτύριά του, που τελείωσαν στις 5 Μαΐου 1426 ημέρα Τρίτη και ώρα 9 το πρωί. Οκτώ ολόκληρους μήνες ο Άγιος υπέμενε τα φρικτά βασανιστήρια των Τούρκων. Τον κρέμασαν ανάποδα σ’ ένα δένδρο μουριάς, που σώζεται ακόμα στον περίβολο της μονής, τον κάρφωσαν στα πόδια και το κεφάλι, και τέλος το καταπληγωμένο και μαρτυρικό σώμα του το διαπέρασαν στην κοιλιακή χώρα με αναμμένο ξύλο και έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή στον στεφανοδότη Χριστό.

***
Εφραίμ Νέας Μάκρης_St. Ephraim of Nea Makri_Св Ефрем Новый Неа Макри_Μακαρια6767osiosefraim
Το 1945 η μοναχή Μακαρία Δεσύπρη πήγε στα ερείπια της αρχαίας μονής του Ευαγγελισμού, κι από θεία έμπνευση προσευχόταν να γνωρίσει ή να της φανερωθεί κάποιος από αυτούς τους αγίους μοναχούς που αγιασαν εκεί. Έως το 1950 στις 3 Ιανουαρίου κατά το θέλημα του Θεού, διηγείται η ίδια…

-« Καθισμένη πάνω στα ερείπια του παλιού Μοναστηριού, όπου η θεία Πρόνοια οδήγησε τα βήματά μου, έφερνα τον στοχασμό μου σε χρόνια περασμένα, σε παλιούς καιρούς, όταν σκορπισμένα ήταν παντού τα κόκκαλα των Αγίων μαρτύρων… Και καθώς καταγινόμουν στο καθάρισμα των χαλασμάτων, αναλογιζόμουνα ότι βρισκόμουνα σε τόπο ιερό και έλεγα,

-«Θεέ μου, αξίωσέ με την ανάξια, να ιδώ κι΄ εγώ έναν από τούς παλιούς πατέρες πού εδώ έζησαν…».

Και ενώ περνούσε ο καιρός έχοντας πάντα εσωτερικά την ίδια επιθυμία, ένοιωθα μιά φωνή μέσα μου να μού λέει,

 Σκάψε, και εκείνο πού ζητάς θα το βρεις !»
Και μ΄ έναν τρόπο θαυμαστό, η μυστική αυτή φωνή, μού υπέδειξε το κομμάτι γης στην αυλή τού μοναστηριού, πού έπρεπε να ψάξω.

Ο καιρός περνούσε, και η φωνή αυτή, κάθε φορά πιό δυνατή με προέτρεπε ν΄ αρχίσω…

Έδειξα το σημείο στον εργάτη πού φώναξα γιά μιά άλλη επισκευή, στο παλιό Ηγουμενείο, και τού είπα να σκάψει. Αυτός, απρόθυμος άρχισε αλλού το σκάψιμο. Και αφού είδα ότι δεν με άκουγε να πάει εκεί πού τού έδειχνα, τον άφησα να κάνει το θέλημά του χτυπώντας τούς άγονους βράχους. Τελικά, κατάλαβε το λάθος του και γύρισε στο σημείο…

«…και φθάνοντας, έπειτα από ώρες, στο 1,70 βάθος, έφερε ο κασμάς στην επιφάνεια την κεφαλή του ανθρώπου του Θεού. Την ίδια στιγμή, γέμισε άρωμα η ατμόσφαιρα!

Ο εργάτης χλώμιασε, δέθηκε η γλώσα του, και κόπηκε η μιλιά του
-Άφησέ με μόνη, τον παρακάλεσα…
Γονάτισα με ευλάβεια και ασπάσθηκα το σκήνωμα τού Αγίου συλλογιζόμενη την έκταση οδύνης και πόνου τού τότε μαρτυρίου του…».

Και αλλού, η μοναχή Μακαρία Δεσύπρη, εξιστορεί πώς είδε ολοζώντανο τον Άγιο…

-« Ήταν βράδυ, και διάβαζα μόνη μου τον Εσπερινό στο ερειπωμένο μοναστήρι, όταν ξαφνικά άκουσα βήματα… Ξεκινούσαν από το βάθος τού τάφου προχώρησαν στην αυλή κι΄ έφθασαν στην πόρτα της Εκκλησίας. Τα βήματα ακούγονταν δυνατά και σταθερά καθώς πλησίαζαν. Γιά πρώτη φορά στην ζωή μου μέσα σ΄ εκείνη την ερημιά φοβήθηκα… Δεν γύρισα ούτε πού να κοιτάξω ώσπου άκουσα την φωνή του να λέει,

« Ως πότε θα μ΄έχεις εκεί πέρα; Κι΄αυτός (ο εργάτης), πώς πέταξε το κεφάλι μου έτσι;».

Γύρισα τότε τρομαγμένη και τ ο ν ε ί δ α !
Ήταν ψηλός, με μάτια μικρά στρογγυλά πού τρεμόπαιζαν στις κόγχες τους. Έβλεπα τις ρυτίδες του, και τα γένια του πού έφθαναν μέχρι τον λαιμό του. Το μαύρο ράσο του μαύρο με πτυχώσεις, και στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα φώς υπέρλαμπρο ενώ με το δεξί ευλογούσε !…
Ήταν ένα πλάσμα, 500 ετών, και βρισκόταν με την δύναμι τού Χριστού ολοζώντανο, ακριβώς δίπλα μου!!
-«Συγχώρεσέ με, τού είπα, και αύριο μόλις ξημερώσει ο Θεός την ημέρα του, θα σε φροντίσω…».
Και αμέσως έγινε ά φ α ν τ ο ς !
Συνέχισα ειρηνικά τον Εσπερινό μου, και το πρωϊ καθάρισα τα άγια λείψανα, τα έπλυνα, και άναψα ένα μικρό καντηλάκι.
Το ίδιο βράδυ είδα τον Άγιο στον ύπνο μου. Στεκόταν όρθιος και κατάφωτος μέσα στην Εκκλησία. Κρατούσε την εικόνα του στα χέρια του και με κοίταζε…
Άκουσα την φωνή του πεντακάθαρα…
« Σ΄ ε υ χ α ρ ι σ τ ώ  π ο λ ύ, μού είπε. Ο ν ο μ ά ζ ο μ α ι  Ε φ ρ α ί μ …».

Πέρασε αρκετός καιρός απ΄ αυτό το περιστατικό και πάντα μέσα μου είχα μιά απορία…

Ώσπου μιά μέρα, μετά το τέλος του Εσπερινού, καθώς με το χέρι μου έκλεινα την πόρτα της Εκκλησίας, ακούω τρία χτυπήματα, σαν από κεχριμπαρένιο κομπολόϊ. Κατάλαβα ότι ήταν ο Άγιος, μπήκα στο ιερό πού βρίσκονταν τα άγια λείψανά του, άναψα ένα κερί και ευλαβικά τα προσκύνησα.

Αλλά τί να ειπώ και τί να λαλήσω, όταν την ίδια ακριβώς στιγμή σαν χείμαρος πλημμύρησε όλος ο τόπος από την Παραδεισένια εκείνη ευωδία πού τα άγια λείψανα έβγαζαν…». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: