Η τρελή χαρά της πίστεως
Ἀγαπητέ μου,
Δὲν ξέρω τί νὰ σᾶς γράψω πρῶτον καὶ τί ὕστερον ἀπὸ τὴν πλημμύρα τῶν σκέψεων ποὺ μοῦ προκάλεσε τὸ τελευταῖο, πρὸ ὀλίγου ληφθέν, γράμμα σας. Οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς μας εἶναι ὅλες μετρημένες καὶ μιὰ δὲν θὰ χαθῇ, ἂν δὲν τὸ ἐπιτρέψει ὁ Κύριος.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅ,τι καὶ νὰ κάνομε ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ προσθέσουμε στὴ ζωή μας πήχυν ἕνα. Ἐν τούτοις αὐτὸ δὲν μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀδράνεια, στὴν παθητικὴ προσμονὴ τοῦ πεπρωμένου, διότι μποροῦμε, τὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεός, νὰ χάσουμε ἀπὸ τὸ καντήλι μας τὸ λάδι ποὺ τοῦ ἔβαλε ὁ Θεὸς καὶ ἔτσι νὰ ἀνατρέψωμε τὰ σχέδιά Του. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε γιὰ νὰ μὴ χυθῇ τὸ λάδι μας προώρως εἶναι νὰ παίξουμε μὲ εὐσυνειδησία τὸ ρόλο ποὺ μᾶς ἀνέθεσε ὁ Θεός. Τὰ ἄλλα εἶναι δικά Του.
Δὲν ξέρω γιατί, ἀλλὰ εἶμαι χαρούμενος. Ἐμειδίασα μὲ τὴν ἀπογοήτευση τοῦ ἁγίου ἡγουμένου τάδε. Εἶναι τίποτε ἄλλο ἡ ζωή μας ἀπὸ σειρὰ συνεχῶν καὶ ἀδιαλείπτων ἀπογοητεύσεων ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας; Καὶ ὅμως μέσα ἀπὸ αὐτὲς ὁδηγούμεθα πρὸς ΕΚΕΙΝΟΝ ποὺ εἶναι ἀδιάψευστος, χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Συγχωρῆστε μου κάτι ποὺ θὰ πῶ καὶ ποὺ θὰ μποροῦσε ἀπὸ ἄλλον νὰ παρεξηγηθῇ.
Ἂν κάποιος βοηθᾶ κάποιον Ἐπίσκοπο (τρόπος τοῦ λέγει, διότι δὲν ἔχει ἀνάγκην βοηθείας ὁ βοηθούμενος ἀλλὰ ὁ βοηθών) δὲν πρέπει νὰ τὸ κάνει ὅταν καὶ ἐὰν εἶναι εὐχαριστημένος καὶ σύμφωνος μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ ἐπισκόπου Α ἢ τοῦ συνεργάτου του Β. Τὸ κάνει διότι αἰσθάνεται νεῦμα τοῦ Κυρίου τῶν ὅλων νὰ τὸ κάνει.
Φυσικὰ ἀγαπᾶ καὶ σέβεται τοὺς ἐντεταλμένους καὶ τοὺς ἐπιλελεγμένους ὑπὸ τῆς θείας χάριτος νὰ κατέχουν τὰς ἃς κατέχουν θέσεις, ἀλλὰ καὶ ἐὰν κάπου ἀνθρωπίνως ἔχει διαφορετικὴ γνώμη, δὲν ὁδηγεῖται ἐξ αὐτοῦ σὲ προσωπικὴ ἀντιπαράθεση καὶ σὲ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴ συνεργασία. Στὸ δικαστήριο πολλὲς φορὲς διαφωνοῦν οἱ δικαστὲς περὶ τῆς ληπτέας ἀποφάσεως, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τοὺς ἐμποδίζει νὰ εἶναι φίλοι καὶ νὰ συμφωνοῦν σὲ ἄλλες ὑποθέσεις. Λοιπὸν δὲν πολυκαταλαβαίνω τὶς θέσεις ἐκείνων ποὺ ἐξαρτοῦν τὴ στάση τους ἀπέναντι ἱερῶν θεσμῶν ἐκ τῶν πέριξ αὐτῶν προσώπων.
Βέβαια δὲν βρέθηκα ποτὲ σὲ προσωπικὴ ἀντιπαράθεση μὲ κάποιον, τέτοια ποὺ νὰ μὲ πονέσει πολύ. Ἴσως ὅμως δὲν ἔχω εὐαίσθητα νεῦρα καὶ γενικὰ εἶμαι ἀναίσθητος ἢ περίπου. Δὲν ξέρω ἂν αὐτὸ εἶναι καλὸ ἢ κακό, πάντως μὲ βολεύει.
Ἕνας φίλος μοῦ διηγήθηκε τὴν παρακάτω ἱστορία. Πρὶν ἀπὸ χρόνια μιὰ κοπέλλα ἄργησε στὸν Γέροντα Πορφύριο τὸ βράδυ καὶ δὲν εἶχε μέσον νὰ ἐπιστρέψει σπίτι της. Ὁ Γέροντας τῆς εἶπε νὰ πάει μὲ τὰ πόδια μέχρι τὴν Ἐθνικὴ ὁδὸ στὴ Μαλακάσα (5 χλμ.) καὶ ἐκεῖ στὸ πρῶτο αὐτοκίνητο ποὺ θὰ βρεῖ νὰ πηγαίνει γιὰ Ἀθήνα νὰ κάνει ὠτοστὸπ χωρὶς νὰ φοβηθῇ. Θά ’χει μέσα δύο ἄνδρες, ἀλλὰ εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι. Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἕνας διευθυντὴς μεγάλης πολυεθνικῆς ἐπιχειρήσεως εἶδε στὸ τραπεζάκι φίλου του ἕνα βιβλίο γιὰ τὸν Γέροντα Πορφύριο καὶ τὸν ρώτησε ἂν τὸν γνωρίζει διότι εἶχε ἀκούσει περὶ αὐτοῦ ἀπὸ δυὸ φίλους του δικαστὲς μιὰ περίεργη ἱστορία γιὰ κάποια κοπέλλα ποὺ τὴν πῆραν μεσάνυχτα μὲ ὠτοστὸπ ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ ὁδό, καὶ πού, ὅταν τὴν ρώτησε πῶς δὲν φοβήθηκε, τοὺς διηγήθηκε ὅτι ὄχι, διότι τὴν εἶχε διαβεβαιώσει ὁ Γέροντας ὅτι εἶναι (θὰ εἶναι δηλαδή) καλοὶ ἄνθρωποι.
Αὐτὸ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ βρεῖ ὁ διευθυντὴς αὐτὸς πνευματικὸν καὶ ποιὸν νομίζετε; Κάποιον ποὺ εἶχε πεῖ ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ ἐκδοθῆ αὐτὸ τὸ βιβλίο γιὰ τὸν Γέροντα. Καὶ τώρα πηγαίνει καὶ σὲ ἀγρυπνίες. Χθὲς πῆγα στὴν οἰκονομικὴ ἐφορία καὶ ἀπὸ μακρυὰ ἔβλεπα ἀδύνατον νὰ βρῶ πάρκινγκ. Ὅμως δὲν ἀπελπιζόμουν οὔτε τολμοῦσα νὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μοῦ βρεῖ θέση (ἅπαγε). Ἔκανα λοιπὸν μιὰ βόλτα γύρω σὲ μιὰ πλατειούλα καὶ ἀφοῦ δὲν βρῆκα, ἔτριψα καὶ ἔκανα τὸν γύρο τοῦ οἰκοδομικοῦ τετραγώνου τῆς ἐφορίας. Στὴν πίσω πόρτα τῆς ἐφορίας ἀκριβῶς ἦταν ἄδεια μία θέσις. Ἀσήμαντο; Ὅσο μιὰ τρίχα τῆς κεφαλῆς μας ποὺ εἶναι ὅμως μετρημένη.
Στὴ συνέχεια ἔπρεπε νὰ πάω σὲ κάποιο γραφεῖο γιὰ νὰ πᾶμε μὲ μία ὑπάλληλο ἐκείνου σὲ μία ἄλλη δημόσια ὑπηρεσία. Τηλεφώνησα μὲ τὸ κινητό, ἀλλὰ δὲν ἄνοιξε ἡ γραμμή. Ἡ ὥρα ἦταν 1 καὶ 5 καὶ στὶς 1.30 ἔκλειναν αὐτὰ τὰ γραφεῖα καὶ ἔπρεπε νὰ διανύσουμε μεγάλη ἀπόσταση. Ὅταν κτύπησα ἀπὸ τὸ πεζοδρόμιο τὸ κουδούνι τῆς ἐξώπορτας τοῦ γραφείου, μοῦ ἀπάντησε ἕνας ὑπάλληλος ὅτι ἡ ὑπάλληλος κατεβαίνει καὶ πρὶν τελειώσει τὰ λόγια του ἐμφαίστηκε. Πῶς ἐπετεύχθη αὐτὸς ὁ περίεργος συντονισμός; Πήγαμε ἐν τέλει καὶ κάναμε ὅ,τι ἔπρεπε. Ἀσήμαντα; μὰ ὅταν τὰ ἀσήμαντα ρυθμίζονται ἔτσι, τὰ σημαντικὰ δὲν θὰ ρυθμισθοῦν;
Ὑπάρχει βεβαίως ἕνα πρόβλημα. Καὶ αὐτὸ εἶναι ὅταν προβάλλεται κάποιο δικό μας θέλημα, χωρὶς δοκιμὴν τί τὸ εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. Στὴ Γερμανικὴ κατοχὴ τῆς Ἑλλάδος (1941-1944) μιὰ μονάδα γερμανικὴ πῆγε νὰ κάψει ἕνα ἀρχαῖο μοναστήρι. Ὁ ἡγούμενος προσπάθησε νὰ πείσει τὸν ἐπι κεφαλῆς νὰ μὴ τὸ κάψει καὶ πρὸς τοῦτο ξεκρέμασε τὸ καντήλι τῆς Παναγίας καὶ τὸ ἄφησε νὰ πέσει στὸ ἔδαφος. Τὸ καντήλι στάθηκε ὄρθιο χωρὶς νὰ σπάσει, χωρὶς νὰ χυθῇ τὸ λάδει, χωρὶς νὰ σβύσει. Ὁ Γερμανὸς ἐντυπωσιάστηκε καὶ ἔφυγε. Ἀνέφερε στοὺς προϊσταμένους του τὰ γενόμενα καὶ ζήτησε ὁδηγίες.
Τὸ βράδυ ὁ ἡγούμενος εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν Παναγία ποὺ τοῦ εἶπε: Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ θὰ ἀποφασίσεις ἂν θὰ καεῖ ἢ ὄχι τὸ μοναστήρι μου; Ἐγὼ θέλω νὰ καεῖ; Τὸ πρωὶ ὁ Γερμανὸς ξαναγύρισε μὲ διαταγὴ νὰ τὸ κάψει καὶ τὸ ἔκαψε, φυσικὰ χωρὶς νὰ διαμαρτυρηθῇ ὁ ἡγούμενος.
Λοιπόν, συγχωρήσατε. Δὲν θέλω νὰ κάνω τὸ δάσκαλο. Θέλω νὰ σᾶς κάνω συμμέτοχο μιᾶς τρελλῆς χαρᾶς. Ὅταν ὅλα γκρεμίζονται ἡ χαρὰ φουντώνει. Μαζοχισμός; Ὄχι. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ… Καὶ μετάβασις ἐκεῖ ἔνθα δικαιοσύνη κατοικεῖ. Καὶ ἀγάπη καὶ εἰρήνη πάντα νοῦν ὑπερέχουσα. Δὲν εἶναι ὅτι θέλω νὰ γκρεμιστοῦν γιὰ νὰ βρῶ τὴν ἐλευθερία. Ἄπαγε. Θέλω νὰ συντηρηθοῦν. Ἀλλὰ νοιώθω ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς συντηρήσεώς τους. Ἂν ὁ Θεὸς θέλει νὰ καταστραφεῖ τὸ μοναστήρι, θὰ εἶναι γιὰ καλό. Ἴσως ἀσύλληπτο σὲ μᾶς, ἀλλὰ γιὰ καλό.
Ὁ ἴδιος ἔκρινε ὅτι ἔπρεπε νὰ καταστραφεῖ ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ, νὰ σταυρωθῆ καὶ νὰ ταφῆ. Ποιὰ μεγαλύτερη καταστροφὴ γιὰ ἕναν ἀναμορφωτὴ ἀπὸ τοῦ νὰ πεθάνει πρὶν κἂν ἀρχίσει τὸ ἔργο του, στὰ 33 του χρόνια, ἐμπαιζόμενος ὡς ὁ δῆθεν βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; Καὶ ὅμως ἀνέστη. Καὶ ἔκτοτε δρᾶ συνεχῶς, μυστικῶς, φιλανθρώπως. Καὶ κάτι ἔχει ἕτοιμο καὶ γιὰ μᾶς. Κάμινον πυρὸς ἢ δρόσον, δὲν ξέρω. Ἀλλὰ ὅ,τι καὶ νά ’χει εἶναι γιὰ τὸ καλό μας, αὐτὸ εἶναι τὸ μόνον ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟ.
Κατόπιν αὐτοῦ εἶμαι ἐλεύθερος ἀπὸ τὸ φόβο, ἐκπεφορτισμένος παρὰ τοῦ Κυρίου, τοῦ ὑποσχεθέντος νὰ ἀναπαύσει τοὺς κοπιῶντας καὶ πεφορτισμένους καὶ ἕτοιμος γιὰ ὅλα, καλὰ καὶ κακά (ἀλλὰ τί λέω κακά, ἀφοῦ κακὸν δὲν ὑπάρχει, διότι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν;).
Συγχωρήσατε, μυριάκις συγχωρήσατε. Σᾶς ἐξομολογήθηκα τὴν τρέλλα μου, τὴν ἀλλοφροσύνη μου. Εὔχεσθε νὰ μὲ συγχωρήσει ὁ Κύριος καὶ νὰ μὴ δοκιμάσει ἂν αὐτὰ ποὺ γράφω θὰ τὰ ἐφαρμόσω ὅταν σφίξουν οἱ συνθῆκες. Διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι χωρὶς Αὐτοῦ δὲν μπορῶ. Κύριε, μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἄλλως δὸς καὶ τὴν δύναμιν τοῦ ὑπενεγκεῖν. Ἀμήν.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ηλ. Χρησίμου «ΥΠΕΡ ΔΕ ΠΑΝΤΑ ΝΙΚΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ. Γράμματα σὲ φίλους γιὰ ἐπίκαιρα θέματα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου