Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οι Απόστολοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ με μεγάλη χαρά, όπως λέει το ευαγγέλιο (Λουκ. Κδ΄52).
Ο Κύριος ξέρει ποια χαρά τους έδωσε, και οι ψυχές τους ζούσαν αυτή τη χαρά.
Η πρώτη τους χαρά ήταν πως γνώρισαν τον αληθινό Κύριο Ιησού Χριστό.
Δεύτερη χαρά, πως Τον αγάπησαν.
Τρίτη, πως γνώρισαν την αιώνια, ουράνια χαρά.
Και τέταρτη χαρά, πως ποθούσαν τη σωτηρία του κόσμου, όπως τη δική τους.
Και τέλος, χαίρονταν, γιατί γνώρισαν το Άγιο Πνεύμα και είδαν πώς ενεργεί Αυτό μέσα τους.
Οι Απόστολοι περιόδευαν στη γη και κήρυτταν στο λαό το λόγο για τον Κύριο και τη βασιλεία των Ουρανών. Oι ψυχές τους όμως ποθούσαν και διψούσαν να δουν τον αγαπημένο Κύριο και γι’ αυτό δεν φοβόνταν το θάνατο, αλλά τον συναντούσαν με χαρά’ κι αν ήθελαν να ζουν στη γη, αυτό γινόταν μόνο για χάρη του λαού, που τον αγαπούσαν.
Οι Απόστολοι αγαπούσαν τον Κύριο και γι’ αυτό δεν φοβόνταν κανένα πάθημα. Αγαπούσαν τον Κύριο, αγαπούσαν και το λαό, κι η αγάπη αυτή απόδιωχνε κάθε φόβο από μέσα τους. Δεν φοβόνταν ούτε μαρτύριο ούτε θάνατο, γι’ αυτό κι ο Κύριος τους απέστειλε στον κόσμο να φωτίσουν τους ανθρώπους.
***
«Αγία μου Ανάληψη…»-
Διηγήσεις του αγίου Παϊσίου
Όλο το κακό ξεκινάει από το μυαλό, όταν γυρίζη μόνο γύρω από την επιστήμη και είναι τελείως απομακρυσμένο από τον Θεό. Γι’ αυτό και δεν βρίσκουν αυτοί οι άνθρωποι την εσωτερική τους ειρήνη και την ισορροπία τους. Ενώ, όταν ο νούς γυρίζη γύρω από τον Θεό, χρησιμοποιούν οι άνθρωποι και την επιστήμη για την εσωτερική τους καλλιέργεια και για το καλό του κόσμου, γιατί τότε είναι αγιασμένο το μυαλό.
– Δηλαδή, Γέροντα, η επιστήμη δεν βοηθάει τον άνθρωπο;
– Η επιστήμη πολύ βοηθάει, αλλά και πολύ θολώνει. Γνώρισα ψυχές με μεγαλύτερη διαύγεια, ενώ έχουν μάθει λιγώτερα. Όσοι έχουν θολώσει το μυαλό τους από την επιστήμη, εάν με την Χάρη του Θεού ξεθολώσουν, τότε, φυσικά, θα έχουν περισσότερα εργαλεία για δουλειά. Ενώ, όταν δεν αγιασθούν τα εργαλεία – δεν αγιασθη η γνώση –, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για κοσμική εργασία και όχι για πνευματική. Γρήγορα αγιάζονται, αν μπη η καλή ανησυχία. Όσοι δίνουν τα πρωτεία στην εσωτερική τους μόρφωση, την μόρφωση της ψυχής, και χρησιμοποιούν και την εξωτερική μόρφωση για την εσωτερική, αυτοί γρήγορα μεταμορφώνονται πνευματικά. Εάν ασκούνται και πνευματικά, τότε βοηθούν πολύ κόσμο θετικά, γιατί βγάζουν τον κόσμο από το άγχος της κολάσεως και τον οδηγούν στην παραδεισένια αγαλλίαση. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι του Θεού πολλές φορές να έχουν λιγώτερα πτυχία, αλλά βοηθούν περισσότερο, γιατί έχουν πολλή Χάρη και όχι πολλά χαρτιά (πτυχία). Ο κόσμος γέμισε από αμαρτία και χρειάζεται πολλή προσευχή και βίωμα. Τα πολλά γραφτά είναι χάρτινα νομίσματα και η αξία τους θα εξαρτηθή από το αντικρυσμα. Επομένως θέλει δουλειά στο «μεταλλείο»της ψυχής.
Θυμάμαι, ήταν ένα γεροντάκι στην Μονή Εσφιγμένου τόσο απλό που και την Ανάληψη την νόμιζε για Αγία. Έκανε κομποσχοίνι και έλεγε: «Αγία του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών»! Κάποτε ένας αδελφός στο Γηροκομείο ήταν άρρωστος και δεν είχε τι να του δώση να φάη. Μια και δυό κατεβαίνει τις σκάλες, ανοίγει το παράθυρο που έβλεπε προς την θάλασσα, απλώνει τα χέρια στην θάλασσα και λέει: «Αγία μου Ανάληψη, δώσ’ μου ένα ψαράκι για τον αδελφό». Και αμέσως – ω του θαύματος! – ένα τόσο μεγάλο ψάρι ξεπηδάει από την θάλασσα μέσα στα χέρια του. Οι άλλοι που τον είδαν, έμειναν έκπληκτοι. Εκείνος τους κοιτούσε και χαμογελούσε, σαν να τους έλεγε: «Τι παράξενο βλέπετε;» Εμείς έχουμε γνώσεις, ξέρουμε πότε γιορτάζει ο ένας ο αγιος, πως μαρτύρησε ο άλλος, πότε έγινε η Ανάληψη και πού έγινε και πώς έγινε και όμως ούτε ένα τόσο δα ψαράκι δεν μπορούμε να έχουμε! Αυτά είναι τα παράξενα της πνευματικής ζωής, τα οποία η λογική όσων διανοουμένων έχουν μέσα τους τον εαυτό τους και όχι τον Θεό δεν τα συλλαμβάνει, γιατί έχουν την στείρα κοσμική γνώση με την κοσμική πνευματική αρρώστια και λείπει το Αγιο Πνεύμα.
Στα Κοινόβια πρώτα τι όμορφα ήταν! Ησυχία! Είχαν και το ρολόι που χτυπούσε κάθε τέταρτο, για να θυμάται καθένας να λέη την ευχή. Και να ξεχνιόταν κανείς, άκουγε το ρολόι που χτυπούσε κάθε τέταρτο και άρχιζε πάλι την ευχή. Πολύ βοηθούσε το ρολόι. Έλεγαν οι Πατέρες την ευχή και είχε ησυχία, γαλήνη μεγάλη μέσα στο Μοναστήρι. Στο Κοινόβιο που ήμουν στο Αγιον Όρος ήμασταν εξήντα Πατέρες και ήταν σαν να ήταν ένας ησυχαστής. Είχαν όλοι την ευχή. Στην Εκκλησία λίγοι έψαλλαν και οι περισσότεροι νοερά προσεύχονταν. Στα διακονήματα το ίδιο. Μια ησυχία παντού! Δεν μιλούσαν δυνατά ούτε φώναζαν. Ήσυχα έκαναν τα διακονήματά τους. Όλοι αθόρυβα κινούνταν σαν τα πρόβατα. Πάντα υπήρχε αθόρυβα μια κινήση στο Μοναστήρι. Δεν ήταν όπως τώρα που έχουν στα Κοινόβια ώρα διακονίας, ώρα ησυχίας… σιωπητήριο! Καθένας κινιόταν ανάλογα με την διακονία του.
Παλιά οι διακονητές στα Κοινόβια, ιδίως ο τραπεζάρης και ο αρχοντάρης, πολύ κουράζονταν. Έπρεπε να πλύνουν τα πιάτα, να τρίψουν τα μπακιρένια σκεύη… Σήμερα έχουν ευκολίες, έχουν διάφορα σύγχρονα μέσα και τα περισσότερα κάνουν θόρυβο. Θυμάμαι, εμείς στο Κοινόβιο με τα δοχεία κουβαλούσαμε το νερό από μια πηγή και με το μαγγάνι το ανεβάζαμε σιγά-σιγά στον τρίτο όροφο. Τώρα φέρνουν το νερό με την μηχανή και ακούς συνέχεια ντούκου-ντούκου. Τα ντουβάρια σείονται, τα τζάμια τρίζουν! Τουλάχιστον να βάλουν έναν σιγαστήρα.
Όταν ήμουν αρχάριος μοναχός, ένα διάστημα μου έφερνε ο διάβολος, ακόμη και μέσα στην έκκλησία, βλασφήμους λογισμούς και στενοχωριόμουν πολύ. Ο,τι άκουγα να λένε οι άλλοι όταν ήμουν στρατιώτης, βρισιές κλπ. τα έφερνε ο διάβολος στον νου μου για τους Αγίους. Μου έλεγε ο πνευματικός: «Αυτοί οι λογισμοί είναι του διαβόλου. Από την στιγμή που εσύ στενοχωριέσαι κάπως για τους άσχημους λογισμούς που περνάνε από το μυαλό σου για τα ιερά πράγματα, αυτό είναι ένδειξη ότι δεν είναι δικοί σου, αλλά έρχονται από έξω». Εγώ πάλι στενοχωριόμουν. Έφευγα, πήγαινα στο παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου να προσευχηθώ και ευωδίαζε η εικόνα του όταν προσκυνούσα. Όταν μου έρχονταν πάλι τέτοιοι λογισμοί, ξανάβγαινα στο παρεκκλήσι και ερχόταν μία ευωδία από την εικόνα. Μία μέρα την ώρα της Θείας Λειτουργίας, στο Τρισάγιο, έψελνα κι εγώ σιγανά το «ʼγιος ο Θεός» του Νηλέως. Τότε βλέπω να μπαίνη από την πόρτα της Λιτής ένα θηρίο με πολύ φοβερό, μοσχαρίσιο κεφάλι. Πετούσε φλόγες από το στόμα και από τα μάτια του! Γυρίζει και μου δίνει δυό μούτζες, γιατί έψαλλα το «ʼγιος ο Θεός». Κοιτάζω δίπλα μου, μήπως το είδε και κάποιος άλλος, κανείς δεν το είχε δει. Μετά είπα στον πνευματικό: «αυτό και αυτό συνέβη». «Να! τον είδες;» μου είπε «Πραγματικά, αυτός είναι. Τώρα ησύχασες;».
Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, όλοι κοίταζαν πώς να κάνουν κάποια θυσία. Στην δουλειά, στο φαγητό, σε όλα υπήρχε το πνεύμα της θυσίας: Σκέπτονταν πρώτα τον άλλον και γι’ αυτό ζούσαν τον Παράδεισο. Ήταν κάποιος λ.χ. στην τράπεζα; Κοιτούσε να φάη κάπως λιγώτερο, για να μείνη το περισσότερο για τον άλλον. Και αδύνατος να ήταν ο ίδιος, δεν το λάμβανε υπ’ όψιν. Δεν εξέταζε τι ήταν ο άλλος. Έκανε θυσία. Ούτε έβαζε την κρίση του να πη: «Θα του κάνη κακό, αν φάη περισσότερο». Από την στιγμή που ο μοναχός κοιτάζη να μην τον αδικήσουν, να μην κουρασθή πολύ, είναι σαν να μην πιστεύη ότι υπάρχει Θεός, ότι υπάρχει Κόλαση, ότι υπάρχει ανταπόδοση.
http://gerontes.wordpress.com/2010/10/29/
https://iconandlight.wordpress.com/category/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το μήνυμά σας: