Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
"Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τον αόρατον Θεόν.
Όταν αποκαλυφθή σε κάποιον και Τον ιδή, βλέπει φως.
"Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τον αόρατον Θεόν.
Όταν αποκαλυφθή σε κάποιον και Τον ιδή, βλέπει φως.
Και θαυμάζει βλέποντας, αλλά δεν γνωρίζει
αμέσως ποιος είναι αυτός που του εμφανίσθηκε, ούτε όμως τολμά να Τον ρωτήση
-πώς θα ήτο δυνατόν να ρωτήση Αυτόν, τον Οποίον ούτε να κοιτάξη με τα μάτια
του μπορεί και να ιδή τι λογής είναι;- βλέπει μόνον με φόβο και τρόμο κατά
κάποιον τρόπον προς τα πόδια Του και ξέρει βέβαια ότι κάποιος είναι εκείνος
που φανερώθηκε εμπρός του.
Και αν υπάρχη κάποιος που να του έχη εξηγήσει
προηγουμένως, επειδή αυτός έχει ο ίδιος γνωρίσει τον Θεόν, πηγαίνει σ' αυτόν
και του λέγει:
«Είδα».
«Είδα».
Και εκείνος απαντά: «Τι είδες, παιδί μου;».
-«Φως,
πάτερ, γλυκό, πολύ γλυκό. Τι λογής, όμως, ήταν, πάτερ, δεν είναι σε θέσι ο
νους μου να σου περιγράψη».
Και καθώς του μιλά, η καρδιά του σκιρτάει και χορεύει και ανάβει από τον θείον πόθον του εμφανισθέντος εις αυτόν. Μετά αρχίζει πάλι με δάκρυα θερμά και πολλά να λέγη: «Είδα, πάτερ μου, εκείνο το φως. Αμέσως τότε χάθηκε το κελλί μου και ο κόσμος έσβησε, έφυγε, όπως μου φαίνεται, εμπρός στην παρουσία Του (Ψαλμ. 67, 2).
Και έμεινα μόνος εγώ με την παρουσία εκείνου του
φωτός. Δεν ξέρω, πάτερ, αν το σώμα μου ήταν κι αυτό εκεί. Δεν γνωρίζω αν ήμουν
εκτός σώματος, τότε δεν καταλάβαινα αν φορούσα το σώμα μου και το είχα.
Ένιωθα
πολλή χαρά και τώρα χαρά ανέκφραστη είναι μέσα μου και αγάπη και πολύς πόθος,
ώστε να ρέουν ποταμοί δακρύων από τα μάτια μου, όπως βλέπεις και τώρα να
τρέχουν».
Και ο πνευματικός πατήρ αποκρίνεται και λέγει: «Εκείνος είναι, παιδί μου».
Και μετά από τους λόγους αυτούς Τον βλέπει πάλι. Και σιγά-σιγά
καθαρίζεται τελείως και καθώς καθαρίζεται αποκτά παρρησία και ερωτά Εκείνον
τον Ίδιον πλέον και Του λέγει:
«Εσύ είσαι; ο Θεός μου;» και Αυτός αποκρίνεται:
«Ναι, εγώ είμαι, ο Θεός, που έγινα άνθρωπος δι' εσέ. Και να, εγώ, όπως βλέπεις,
σε έχω κάνει και θα σε κάνω θεόν»3.
Όταν, λοιπόν, επί πολύ χρόνο πενθή και κλαίει και προσπίπτει εις τον
Θεόν και ταπεινώνεται, αρχίζει λίγο-λίγο πλέον να γνωρίζη τα του Θεού. Και όταν
φθάση σ' αυτό το σημείο, τότε μαθαίνει «το θέλημα Αυτού το άγιον και ευάρεστον
και τέλειον» (Ρωμ. 12, 2).
Εάν δεν Τον δη, το λέγω πάλι, δεν μπορεί να Τον
γνωρίση. Και αν δεν Τον γνωρίση, πώς θα μπόρεση να ξέρη το άγιον θέλημά Του;
Εάν αυτό είναι αδύνατον όσον αφορά ανθρώπους, πολύ περισσότερο είναι αδύνατον
για τον Θεό. Γι' αυτό, όσο προκόβει πνευματικά και όσο περισσότερο πλησιάζει
τον Θεό, τότε, από εκείνα που του συμβαίνουν εκ του Θεού, μαθαίνει τι έκανε ο
Θεός με όλους τους προηγουμένους αγίους και όσα θα κάνη με τους μεταγενεστέρους
αγίους.
Και διδάσκεται από τον ίδιον τον Θεόν και μαθαίνει για τους στεφάνους και τις αμοιβές που θα λάβουν οι Άγιοι εις την μέλλουσα ζωή, ότι αυτά υπερβαίνουν την ανθρώπινη λογική και τον νου και την διάνοια.
Και όχι μόνον
αυτό, αλλά και αντιλαμβάνεται καθαρά τι είδους θα είναι μετά την Ανάστασι των
νεκρών, και αυτός και όλοι οι Άγιοι που θα είναι μαζί του.-
Πηγή:ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΛΟΓΟΣ ΗΘΙΚΟΣ Ε'
ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το μήνυμά σας: