Ο τελειότερος τρόπος προσευχής είναι η στάση του νου στην καρδιά κατά την οποίαν ο προσευχόμενος από τα βάθη του είναι του χωρίς εικόνες και μορφές με καθαρό νου στέκεται μπροστά στον Θεό...
Ο τρόπος αυτός προσευχής
η ένωσις του νού με την καρδιά, είναι γενικώς η φυσική θρησκευτική
κατάστασις του ανθρωπίνου πνεύματος, ποθουμένη, ζητουμένη, που
δίνεται άνωθεν (από τον Θεό).
Την ένωση του νου με
την καρδιά αισθάνεται ο καθένας όταν προσεύχεται προσεκτικά «εκ καρδίας».
Σε ακόμη
μεγαλύτερο βαθμό την γνωρίζει όταν αυτή έρχεται προς αυτόν η κατάνυξη και η γλυκεία αίσθηση της
αγάπης του Θεού.
Τα δάκρυα της
κατανύξεως κατά την προσευχή είναι πιστή ένδειξις ότι ο νους ενώθηκε με την
καρδιά και ότι η προσευχή
βρήκε τον πρώτον της τόπο το πρώτο σκαλοπάτι της ανάβασής της προς τον Θεόν.
Να γιατί τόσο πολύ
τιμάται η κατάνυξις υφ’ όλων των ασκητών. ..
Χαρακτηριστικόν
αποτέλεσμα της εγκατοικήσεως του νού στο εσωτερικό του προσευχομένου είναι η διακοπή της ενεργείας της φαντασίας και η απαλλαγή του νού από κάθε εικόνα
μέσα σε αυτόν.. Τότε ο νους γίνεται όλος ακοή και όραση και βλέπει και ακούει κάθε λογισμό
που πλησιάζει από έξω, πριν αυτός διεισδύση στην καρδιά.
Κατά την τέλεσιν της
προσευχής αυτής ο νους όχι μόνον δεν επιτρέπει την είσοδο λογισμών στην καρδιά αλλά και τους απωθεί ...
Έτσι
επιτυγχάνεται η καταστολή της ενεργείας κάθε πάθους σε εμβρυακή κατάσταση
και εν τη γενέσει του. Το ζήτημα τούτο είναι άκρως βαθύ και περίπλοκο…Το
πρωταρχικό στάδιο μορφοποιήσεως είναι η εμφάνιση στο εσωτερικό «οπτικό» πεδίο
του ανθρώπου κάποιας «εικόνας».
Καθ’ όσον τούτο δεν
εξαρτάται από τη θέληση του ανθρώπου δεν λογίζεται αμαρτία. Οι εικόνες σε άλλες περιπτώσεις
φέρουν χαρακτήρα μάλλον εποπτικό, σε άλλες δε κυρίως νοητικό συχνότερα δε μικτό.
Εφ’ όσον όμως και αι εποπτικαί εικόνες έλκουν οπίσω τους κάποια σκέψη όλες οι εικόνες καλούνται
από τους ασκητές «λογισμοί».
Στον απαθή άνθρωπο ο
«κυρίαρχος» νους ως γνωστική του είναι δύναμις μπορεί να προσηλώση την προσοχή
του επί του λογισμού μένοντας πλήρως ελεύθερος από την εξουσία του λογισμού.
Αλλ’ εάν εντός του
ανθρώπου υπάρχη «τόπος», κατάλληλο έδαφος, ευνοϊκό πνεύμα για τον
λογισμό, τότε η ενέργεια του λογισμού επιδιώκει να καταλάβη βιαίως τον ψυχικό
κόσμο του ανθρώπου.
Το επιτυγχάνει δε
τούτο προκαλώντας στην ψυχήν την ρέπουσα προς το πάθος αίσθημα
ηδονής, ίδιον του ενός ή άλλου πάθους. Σε αυτή ακριβώς την ηδονή συνίσταται ο «πειρασμός». Εν τούτοις και η
στιγμή αύτη της ηδονής καίτοι μαρτυρεί περί της ατελείας του ανθρώπου, όμως δεν
λογίζεται αμαρτία. Είναι απλώς η «πρότασις» αυτής.
Η περαιτέρω εξέλιξις
του αμαρτωλού λογισμού σε αδρές γραμμές δύναται να χαραχθή ως εξής:
Η προτεινόμενη
εμπαθής ηδονή προσελκύει την προσοχήν του νού. Στιγμή άκρως σοβαρά και
υπεύθυνος διότι η ένωση του νού μετά του λογισμού αποτελεί την ευνοϊκή
προϋπόθεσι δια την ανάπτυξι του τελευταίου.
Εάν με κάποια
εσωτερική βουλητική πράξη ο νους δεν αποκοπή από της προτεινομένης ηδονής, αλλά
παρατείνει τη διαμονή της δια της προσοχής τότε εμφανίζεται η συμπάθεια προς αυτή και αρχίζει η ευνοϊκή
μετ’ αυτής συνομιλία από την οποία ακολουθεί ο «συνδυασμός», ο οποίος μπορεί να εξελιχθή στην
πλήρη και ενεργητική «συγκατάθεσι».
Ακολούθως η συνεχώς
αυξανομένη ηδονή μπορεί πλέον να κυριαρχήσει στον νου και τη θέληση του
ανθρώπου, γεγονός το οποίο λέγεται «αιχμαλωσία».
Μετά τούτο όλες οι δυνάμεις του αιχμαλωτισθέντος υπό του πάθους κατευθύνονται
προς την κατά το μάλλον και ήττον αποφασιστικήν με έργο πραγματοποίησι της αμαρτίας, εάν δεν υπάρχουν προς
τούτο εξωτερικά εμπόδια, ή όταν υπάρχουν εμπόδια, προς την αναζήτηση
δυνατότητος τγια να την πραγματοποιήσουν.
Η παρομοία αιχμαλωσία
δύναται να μείνη μοναδική και ποτέ πλέον να μη επαναληφθή εάν ήταν αποτέλεσμα
απλώς απειρίας αγωνιζομένου ασκητού.
Εάν όμως οι
αιχμαλωσίες επαναλαμβάνονται οδηγούν πλέον στην «έξιν» του πάθους, οπότε όλες
οι φυσικές δυνάμεις του ανθρώπου αρχίζουν να δουλεύουν στο πάθος αυτό.
Πάντως από τη στιγμή
της αμφιταλαντεύσεως της θελήσεως υπάρχει το στοιχείο της αμαρτίας και οφείλει
ο άνθρωπος να μετανοήση για να μη χάσει την χάριν.
Ο πνευματικώς
αδόκιμος συναντάται συνήθως με τον εφάμαρτου λογισμό όταν ο τελευταίος
απαραιτήτως έχη διέλθει τις πρώτες φάσεις της εξελίξεως του και έχη ήδη
αποκτήσει ορισμένη δύναμι, ακόμη δε περισσότερο όταν πλησιάζει ο κίνδυνος
της πραγματοποίησης της αμαρτίας.
Έτσι προς
αποφυγή της αμαρτίας είναι ανάγκη να εγκατασταθή ο νους δια προσευχής εντός της
καρδιάς. Τούτο είναι απαραίτητο δι’ εκείνον που επιθυμεί να στερεωθή στην
πνευματική ζωή δια της αληθούς μετανοίας, διότι ως ελέχθη ανωτέρω η αμαρτία
αναχαιτίζεται δια της τοιαύτης εσωτερικής στάσεως του νου κατά τη σύλληψή της.
------------------------------------------------------------
Εάν όμως οι αιχμαλωσίες επαναλαμβάνονται οδηγούν πλέον στην «έξιν» του πάθους, οπότε όλες οι φυσικές δυνάμεις του ανθρώπου αρχίζουν να δουλεύουν στο πάθος αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το μήνυμά σας: