Ο Θεός, όντας φως στο οποίο «σκοτία οὐκ ἔστιν οὐδεμία», εμφανίζεται πάντοτε στο φως και ως φως.
Το άκτιστο φως είναι ως προς την φύση του θεία ενέργεια, κάτι τελείως διαφορετικό από το φυσικό φως.
Κατά τη θέα του επικρατεί προπαντός η αίσθηση του ζωντανού Θεού, που απορροφά ολόκληρο τον άνθρωπο.
Άϋλη αίσθηση του αϋλου· αίσθηση νοερή και όχι λογική· αίσθηση μ' εξουσιαστική δύναμη που αρπάζει τον άνθρωπο σ' άλλο κόσμο αλλά τόσο γαλήνια, που αυτός δεν αντιλαμβάνεται τη στιγμή που του συνέβηκε αυτό και δεν ξέρει αν ο ίδιος βρίσκεται στο σώμα ή εκτός του σώματος.
Αποκτά τότε συνείδηση του εαυτού του τόσο ενεργητική και βαθιά, όσο ποτέ άλλοτε στην συνηθισμένη ζωή και συγχρόνως λησμονεί τον εαυτό του και τον κόσμο, πλημμυρισμένος από τη γλύκα της αγάπης του Θεού.
Βλέπει με το πνεύμα τον Αόρατο, Τον αναπνέει, βρίσκεται όλος κοντά Του.
Μ' αυτήν την υπέρλογη αίσθηση του ζωντανού Θεού που ξεχειλίζει τα πάντα συνενώνεται η θέα φωτός, αλλά φωτός διαφορετικού στη φύση του από το φυσικό φως.
Ο ίδιος ο άνθρωπος μένει τότε στο φως κι εξομοιώνεται με το φως που βλέπει, πνευματοποιείται απ' αυτό και δεν βλέπει και δεν αισθάνεται ούτε την δική του υλικότητα ούτε την υλικότητα του κόσμου.
Η όραση έρχεται με ακατάληπτο τρόπο. Σε ώρα που δεν προσμένεται· δεν έρχεται ούτε απ' έξω ούτε από μέσα, αλλ' αγκαλιάζει με ανέκφραστο τρόπο το πνεύμα του ανθρώπου, εισάγοντάς τον στον κόσμο του θείου φωτός.
Και δεν μπορεί να πη αν βρέθηκε σ' έκσταση, δηλαδή αν η ψυχή του ήταν έξω από το σώμα, γιατί δεν αντιλαμβάνεται ούτε την επιστροφή στο σώμα. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτε το παθολογικό σ' αυτό το φαινόμενο.
Ο Θεός ενεργεί, ο άνθρωπος δέχεται.
Και τότε δεν ξέρει ούτε διάστημα ούτε χρόνο ούτε γέννηση ούτε θάνατο ούτε φύλλο ούτε ηλικία ούτε κοινωνική ή ιεραρχική θέση ούτε άλλες συνθήκες και σχέσεις του κόσμου τούτου. Ήλθε ο Κύριος, η άναρχη Ζωή και το Φως της ζωής να επισκεφθεί με έλεος τη μετανοούσα ψυχή.
Το Θείο Φως θεωρείται άσχετα από συνθήκες, και στο σκοτάδι της νύχτας και στο φως της ημέρας. Η ευδοκία του Θεού κατεβαίνει μερικές φορές με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρείται η αντίληψη και του σώματος και του γύρω κόσμου.
Τότε ο άνθρωπος μπορεί να μένει με τα μάτια ανοιχτά και να βλέπει ταυτόχρονα δύο φώτα, και το φυσικό φως και το Θείο φως.
Αυτήν την όραση οι Άγιοι Πατέρες την ονομάζουν όραση με τους φυσικούς οφθαλμούς.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η πράξη της οράσεως του Θείου φωτός είναι ανάλογη σ' όλα με τη συνήθη ψυχοφυσιολογική πορεία της φυσικής οράσεως. Δεν σημαίνει δηλαδή πως το Θείο φως είναι όμοιο με το φυσικό, το οποίο- ανεξάρτητα από το ποια επιστημονική θεωρία για το φως δεχόμαστε- προκαλεί τη γνωστή διέγερση του οπτικού νεύρου και στη συνέχεια περνά στην ψυχολογική διαδικασία της οράσεως.
Το Θείο φως είναι διαφορετικό στη φύση του, είναι φως νοερό, φως πνευματικό, φως αγάπης, φως ζωής.
Εικόνα του Θείου φωτός στο φυσικό κόσμο είναι το φυσικό φως. Η θέα των γύρω μας αντικειμένων είναι δυνατή, μόνον όταν υπάρχει φως, κι αν το φως είναι αμυδρό, το μάτι μόλις που διακρίνει τα αντικείμενα· αν είναι αφθονότερο, βλέπει καθαρότερα· τέλος η όραση φτάνει στην πληρότητά της στο πλήρες ηλιακό φως.
Παρομοίως και στον πνευματικό κόσμο κάθε αληθινή όραση είναι δυνατή μόνο στο Θείο φως κι όχι αλλιώς. Αυτό το φως παρέχεται στον άνθρωπο σε διαφορετικό μέτρο.
Κι η πίστη είναι φως, αλλ' ανεπαρκές.
Κι η ελπίδα είναι φως, αλλ' ακόμη ατελές.
Κι η αγάπη είναι φως, αλλά τέλειο πια.
Το άκτιστο φως φωτίζει, σαν τον ήλιο, τον πνευματικό κόσμο κι αποκαλύπτει στον άνθρωπο τις πνευματικές οδούς, που είναι αθέατες μ' άλλον τρόπο. Χωρίς αυτό το φως δεν μπορεί ο άνθρωπος ούτε να εννοήσει ούτε πολύ περισσότερο να εκπληρώσει τις εντολές του Χριστού, γιατί μένει στο σκοτάδι.
Το άκτιστο φως φέρει μέσα του την αιώνια ζωή και την πνοή της Θείας αγάπης. Μάλλον το ίδιο είναι η αιώνια ζωή και η Θεία αγάπη.
Όποιος δεν είδε με δύναμη και πληροφορία το άκτιστο φως, αυτός δεν γεύτηκε ακόμη την αληθινή θεωρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το μήνυμά σας: