Πρώτη είναι η ησυχία, δηλαδή τρόπος ζωής χωρίς περισπασμούς, μακριά από κάθε βιοτική μέριμνα, για να μπορέσει κανείς με την απομάκρυνση από τους ανθρώπους και τους περισπασμούς να αποφύγει το θόρυβο και το διάβολο που σαν λιοντάρι βρυχιέται και περπατά ζητώντας ποιόν θα καταπιεί με τις συνομιλίες και τις μέριμνες του βίου, και για να έχει μια μόνο μέριμνα, πώς να αρέσει στο Θεό και να κάνει την ψυχή του να βρεθεί ακατάκριτη στην ώρα του θανάτου, και για να μάθει με κάθε λεπτομέρεια τα τεχνάσματα των δαιμόνων και τις αμαρτίες του που είναι περισσότερες από την άμμο της θάλασσας και οι περισσότεροι τις αγνοούν όπως τη λεπτή σκόνη.
Πάντοτε θρηνώντας, λυπάται την ανθρώπινη φύση, ενθαρρύνεται όμως από το Θεό, γιατί έγινε ευγνώμων, και παρηγορείται γιατί αξιώθηκε να δει εκείνα που δεν ήλπιζε να δει, όταν κάποτε ζούσε έξω από το κελί του. Έχοντας επίγνωση της δικής του αδυναμίας και της δυνάμεως του Θεού, φοβάται και ελπίζει, ώστε μήτε από άγνοια να εμπιστευθεί τον εαυτό του και να πέσει, μήτε να λησμονήσει τη φιλανθρωπία του Θεού και ν' απελπιστεί, αν κάτι του συμβεί.
Δεύτερη είναι η νηστεία με μέτρο, δηλαδή να τρώει κανείς μία φορά την ημέρα και να μη χορταίνει, να τρώει ένα είδος από ευτελείς τροφές που βρίσκονται εύκολα και που δεν τις επιθυμεί η ψυχή, εκτός και δεν υπάρχει άλλο τίποτε. Αυτό για να νικήσει τη γαστριμαργία, τη λαιμαργία και την επιθυμία και να παραμένει χωρίς περισπασμούς, και ταυτόχρονα να μην απέχει από κανένα είδος τροφής, απορρίπτοντας κακώς εκείνα που έγιναν από το Θεό πολύ καλά. Ούτε πάλι να τα καταπίνει όλα χωρίς να κρατιέται από τη φιληδονία, αλλά να τρώει κάθε μέρα από ένα είδος με εγκράτεια και έτσι να τα μεταχειρίζεται όλα για τη δόξα του Θεού, χωρίς να απέχει από κανένα, θεωρώντας το κακό, όπως κάνουν οι καταραμένοι αιρετικοί. Κρασί μόνο στον κατάλληλο καιρό, γιατί στα γηρατειά, στην ασθένεια και στο κρύο το κρασί είναι πάρα πολύ χρήσιμο, αλλά και τότε λιγοστό. Στη νεότητα όμως στη ζέστη και στη υγεία, καλύτερο είναι το νερό αλλά και αυτό λίγο, όσο το δυνατόν, γιατί η δίψα είναι καλύτερη απ' όλες τις σωματικές πράξεις.
Τρίτη, η αγρυπνία με μέτρο, δηλαδή τι μισή νύχτα κανείς να κοιμάται και την άλλη μισή ν' αφιερώνει σε ψαλμωδία και προσευχή, στεναγμούς και δάκρυα, για να γίνει με τη μετρημένη νηστεία και αγρυπνία το σώμα υπάκουο στην ψυχή, υγιές και έτοιμο για κάθε καλό έργο, η δε ψυχή να γίνει ανδρεία και να φωτιστεί για να βλέπει και να κάνει τα πρέποντα.
Τέταρτη ψαλμωδία, δηλαδή η σωματική προσευχή με ψαλμούς και γονυκλισίες για να ταλαιπωρηθεί το σώμα και να ταπεινωθεί η ψυχή, να φύγουν οι εχθροί δαίμονες και να πλησιάσουν οι σύμμαχοί μας Άγγελοι και να μάθει κανείς από πού παίρνει βοήθεια. Γιατί όταν το αγνοεί, μπορεί να υπερηφανευθεί, νομίζοντας πως είναι δικό του, ό,τι έπραξε, και να εγκαταλειφθεί από το Θεό για να αναγνωρίζει την ασθένειά του.
Πέμπτη, η πνευματική προσευχή που γίνεται με το νου, μακριά από κάθε έννοια. Τότε ο νους, μένοντας στα λόγια της προσευχής και προσπίπτοντας στο Θεό με απερίγραπτη συντριβή, ζητεί μόνο να γίνει το θείο θέλημα σε όλα τα έργα και τα νοήματα, χωρίς να δέεται διόλου λογισμό ή σχήμα ή χρώμα ή φως ή φωτιά ή ο,τιδήποτε άλλο, αλλά καθώς βλέπεται από το Θεό και συνομιλεί με Αυτόν μόνον, να γίνεται άμορφος, αχρωμάτιστος, ασχημάτιστος. Αυτή είναι η καθαρή προσευχή, που αρμόζει στον πρακτικό ακόμη. Στο θεωρητικό όμως πρέπουν άλλα, μεγαλύτερα απ' αυτά.
Έκτη, η ανάγνωση των λόγων και των βίων των Πατέρων -χωρίς διόλου κανείς ν' ακούει ξένα δόγματα ή τίποτε άλλα, και μάλιστα αιρετικά-, για να μάθει από τις ιερές Γραφές και από τη διάκριση των Πατέρων, πώς να νικήσει τα πάθη και ν' αποκτήσει τις αρετές. Επίσης για να γεμίσει ο νους του από τα λόγια του Αγίου Πνεύματος ώστε να λησμονήσει τα προηγούμενα άπρεπα λόγια και νοήματα που άκουσε, όταν ήταν έξω από το κελί του, και να φτάσει από την πολλή προσευχή και ανάγνωση, να έχει στο νου του καλές έννοιες. Γιατί η προσευχή βοηθείται από την ανάγνωση που γίνεται στην ησυχία, και η ανάγνωση από την καθαρή προσευχή, όταν κανείς προσέχει στα λεγόμενα και δεν διαβάζει ή ψάλλει σαν πάρεργο, ακόμη και όταν καθόλου δεν μπορεί να εννοήσει όπως πρέπει τη δύναμη εκείνων που διαβάζει, ένεκα του σκοτισμού των παθών. Συχνά βέβαια γελιόμαστε από την οίηση, και μάλιστα εκείνοι που νομίζουν ότι έχουν τη σοφία αυτού του κόσμου, αγνοώντας ότι χρειαζόμαστε έμπρακτη γνώση για να κατανοούμε αυτά και ότι δεν ωφελείται μόνον από την ακοή εκείνος που θέλει ν' αποκτήσει τη γνώση του Θεού. Γιατί άλλο είναι η ακοή και άλλο η πράξη. Όπως δηλαδή μπορεί ο άνθρωπος να γίνει τεχνίτης, ακούγοντας μόνο να του λένε, αλλά εκτελώντας και βλέποντας και λαθεύοντας συχνά και ακούγοντας τις υποδείξεις των εμπειριών, ώστε με την υπομονή και με το κόψιμο των θελημάτων του και με την πολυκαιρία να φτάσει στην κατοχή της τέχνης, έτσι και η πνευματική γνώση δεν έρχεται από τη μελέτη μόνο, αλλά δίνεται κατά χάρη από το Θεό στους ταπεινόφρονες. Γιατί εκείνος που διαβάζει τις Γραφές και ίσως φαίνεται πως εν μέρει γνωρίζει, δεν είναι για θαυμασμό, αν μάλιστα είναι πρακτικός. Δεν έχει ακόμη αυτός γνώση Θεού, αλλά ακούει τα λόγια εκείνων που έχουν γνώση. Ώστε εκείνοι που τα έγραψαν είχαν πολλές φορές γνώση Θεού, όπως οι προφήτες, αυτός όμως όχι ακόμη. Και εγώ λοιπόν έτσι γνωρίζω, επειδή μάζεψα από τις θείες Γραφές, και όχι επειδή αξιώθηκα να ακούσω από το Πνεύμα, αλλά άκουσα από εκείνους που ακούνε το Πνεύμα, όπως εκείνοι που ακούνε για κάποια πόλη ή για κάποιον άνθρωπο από εκείνους που γνωρίζουν περί αυτών.
Έβδομη, η ερώτηση των εμπειριών για κάθε λόγο και ζήτημα, για να μην εννοεί και κάνει κανείς άλλα αντ' άλλων από απειρία ή αυταρέσκεια και πλανάται έτσι πολλές φορές και πέφτει στην οίηση νομίζοντας ότι γνωρίζει όπως πρέπει, ενώ δε γνωρίζει τίποτε ακόμη, όπως λέει ο Απόστολος.
Έπειτα, μαζί με αυτές τις σωματικές πράξεις, πρέπει να έχει κανείς υπομονή σ' όλα τα λυπηρά, τα οποία παραχωρεί ο Θεός, για να μάθει και να αποκτήσει πείρα και γνώση της αδυναμίας του. Και μήτε να ξεθαρεύει, μήτε να απελπίζεται για ό,τι του συμβεί καλό ή κακό. Κάθε όνειρο και λόγο και έργο άχρηστο οφείλει να τ' αποστρέφεται.
Επίσης να μελετά πάντοτε το όνομα του Θεού περισσότερο και από την αναπνοή του σε κάθε καιρό, τόπο και έργο, και να προσπίπτει σ' Αυτόν ολόψυχα, μαζεύοντας το νου από όλα τα νοήματα του κόσμου και μόνο να ζητεί να γίνει το θέλημά του Θεού. Και τότε αρχίζει ο νους να βλέπει τα σφάλματά του, που είναι σαν την άμμο της θάλασσας. Αυτή είναι η αρχή του φωτισμού της ψυχής και τεκμήριο της υγείας του. Και γενικά συντρίβεται η ψυχή και ταπεινώνεται η καρδιά και νομίζει τον εαυτό της αληθινά κάτω απ' όλους.
Αρχίζει τότε να κατανοεί τις ευεργεσίες του Θεού και τις ειδικές και τις ευρύτερες, που βρίσκονται στις θείες Γραφές, όπως και τα αμαρτήματά του, και να τηρεί τις εντολές με γνώση, από την πρώτη και τις λοιπές όλες. Επειδή ο Κύριος τις έβαλε όπως σε σκάλα και δεν μπορεί κανείς ποτέ να ξεπεράσει τη μια για να ανεβεί στην άλλη, όπως και στα σκαλοπάτια, έτσι και από την πρώτη εντολή ανεβαίνομε στη δεύτερη, και από αυτή στη Τρίτη, ώσπου αυτές να κάνουν τον άνθρωπο θεό με τη χάρη Εκείνου που τις χάρισε σε όσους έχουν καλή προαίρεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το μήνυμά σας: