Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Θαύμα για τη "θέση" του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά στον Ουρανό


Ἁγίου Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου

Γρηγόριος ο Παλαμάς- Saint Gregory Palamas _ Святой Григорий Палама_756745

«Ἕνα θαῦμα τοῦ Μεγάλου τούτου θέλω διηγηθῶ – γράφει ὁ ἅγ. Φιλόθεος – διά νά τό βάλω ὡσάν μίαν χρυσῆν κορωνίδα».

Ἕνας ἀπό τούς μοναχούς τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἔγκλειστος σέ ὅλη του τήν ζωή, «ἔξω ἀπό ἕνα ἤ δύο, εἰς ὅλους τούς ἄλλους πάντοτε σχεδόν ὤντας ἀθεώρητος», ζητοῦσε στήν προσευχή του νά τοῦ ἀποκαλύψει ὁ Θεός «περί τοῦ θείου Γρηγορίου, εἰς ποίαν κατάστασιν εὑρίσκεται ἐν οὐρανοῖς καί μέ ποίους ἀπό τούς θεράποντάς Του τόν ἐσυναρίθμησεν».

Φάνηκε τότε στόν μοναχό, ὅτι βρέθηκε στή Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας ΚΠόλεως (ἐνῶ δέν εἶχε πάει ποτέ στή Βασιλεύουσσα, οὔτε εἶχε ἐπισκεφθεῖ τόν Ναό), κατά τήν διάρκεια συγκλήσεως «Συνόδου Ἁγίων Πατέρων· καί οἱ Πατέρες ἦσαν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Οὐρανοφάντωρ Βασίλειος, ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Νύσσης Γρηγόριος, ὁ Ἀλεξανδρείας Κύριλλος καί ἀντάμα μέ αὐτούς καί ὅλη ἡ λοιπή τῶν Θεολόγων ἁγία πληθύς».

Στόν ἔγκλειστο μοναχό φάνηκε, ὅτι παρακολουθοῦσε τίς συζητήσεις. Ἄκουσε τότε τούς παριστάμενους Πατέρες νά λέγουν, ὅτι δέν μποροῦν νά βγάλουν ἀπόφασι, «ἄν δέν εἶναι παρών εἰς τήν Σύνοδον καί τήν ἀπόφασιν αὐτῆς καί Γρηγόριος ὁ τῆς Θεσσαλονίκης Πρόεδρος».

Ἔστειλαν τότε ἕνα Διάκονο γιά νά τόν καλέσει, ἐκεῖνος ὅμως ἐπιστρέφοντας τούς εἶπε, ὅτι «εἶναι ἀδύνατον νά πλησιάσει τινάς εἰς αὐτόν, διότι στέκει κοντά εἰς τόν Βασιλικόν Θρόνον καί λαλεῖ μόνος μέ μόνον τόν Βασιλέα! » Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου ἔστειλαν τότε τόν Διάκονο γιά δεύτερη φορά καί τοῦ εἶπαν νά περιμένει τό τέλος τῆς συνομιλίας καί μετά νά τοῦ μεταφέρει «τό ἀπό τῆς Συνόδου κάλεσμα».

Ὅταν ὁ μοναχός εἶδε τόν θεῖο Γρηγόριο νά ἔρχεται στή Σύνοδο, οἱ Πατέρες «ἐπροσηκώθηκαν ὅλοι καί τόν ὑπεδέχθησαν φιλοφρόνως καί μέ χαράν… καί τόν ἐκάθισαν ἀνάμεσα εἰς τούς κορυφαίους καί ἱσοτίμους Ἁγίους Τρεῖς Ἱεράρχας καί Θεολόγους, μεταξύ δηλαδή Βασιλείου καί Γρηγορίου καί Χρυσοστόμου, ὡς ἰσότιμον μέ αὐτούς!»

Τό θαῦμα αὐτό ἐπιφραγίζει τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ Ἱερός Γρηγόριος εἶναι ὁ Τέταρτος Ἱεράρχης καί Θεολόγος Της, συνείδηση ἡ ὁποία ἐκφράζεται τόσο στήν ὑμνογραφία («τῶν Θεολόγων τῶν Τριῶν σύμπουν τε καί συνωδόν», τόν ἀποκαλεῖ ὁ ἅγ. Φιλόθεος στήν Ἀκολουθία του), ὅσο καί στήν ἁγιογραφία (στήν κόγχη τῆς τράπεζας τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας καί στά Βημόθυρα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Βλατάδων Θεσσαλονίκης, εἰκονίζεται μαζί μέ τούς ἄλλους Τρεῖς Ἱεράρχες· καί στό θόλο τοῦ Παρεκκλησίου τῆς ἴδιας Μονῆς Βλατάδων, μαζί μέ τούς ἄλλους Τρεῖς Θεολόγους – Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστή, Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί Συμεών τόν Νέο Θεολόγο).Φώτιος ο Μέγας, Γρηγόριος Παλαμάς και Μάρκος ο Ευγενικός,

" Να προσεύχεσαι, όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος για χρόνια έκραζε, “Κύριε, φώτισόν μου το σκότος”, και εισακούσθηκε".

 Άγιος Σωφρόνιος του Essex

Πηγή

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

....Πριν εγώ κρίνω, αυτός κατέκρινε τον αδελφό του !!!!

 

Ο αββάς Ιωάννης ο Σαββαΐτης 
διηγήθηκε τα εξής· «Όταν καθόμουν στην πιο μακρινή έρημο, ήλθε κάποιος αδελφός από το μοναστήρι να με επισκεφθεί. Τον ρωτούσα λοιπόν· «Πως είναι οι πατέρες;». Και λέγει· «Με τις ευχές σου, καλά». Τον ρώτησα λοιπόν και για κάποιον αδελφό, που είχε κακή φήμη και όνομα. Και μου απαντά αυτός· «Πίστεψέ με, πάτερ ακόμη δεν έχει απαλλαγεί απ’ εκείνη τη φήμη». Όταν το άκουσα αυτό είπα. «Ουφ».
Και μόλις είπα το «Ουφ» έπεσα σαν σε μια έκσταση ύπνου και βλέπω τον εαυτό μου να στέκεται στον άγιο Κρανίου Τόπο και έβλεπα τον Κύριο σταυρωμένο ανάμεσα στους δυο ληστές. Όρμησα λοιπόν να προσκυνήσω και να τον πλησιάσω. Και μόλις το είδε αυτό ο Χριστός, διέταξε με δυνατή φωνή τους αγγέλους που ήταν εκεί, λέγοντας· «Πετάξτε τον έξω, γιατί μου είναι αντίχριστος, γιατί πριν εγώ κρίνω αυτός κατέκρινε τον αδελφό του». Όταν λοιπόν με έδιωχναν και έφθασα να βγω από την πόρτα, πιάστηκε το ράσο μου όταν έκλεινε και το άφησα εκεί κι αμέσως ξύπνησα. Λέγω λοιπόν στον αδελφό, που με είχε επισκεφθεί· «Η ημέρα αυτή μου είναι κακή». Κι αυτός μου λέγει· «Εξαιτίας ποιου πράγματος, πάτερ;». Τότε του διηγήθηκα αυτά που είδα και είπα· «Πίστεψέ με, ότι το ράσο συμβολίζει τη σκέπη του Θεού, που ήταν επάνω μου και την στερήθηκα».
2. Και από την ημέρα εκείνη, παιδιά μου, μάρτυράς μου ο Θεός, πέρασα επτά χρόνια στις ερήμους, ούτε ύπνο γευόμουνα, ούτε μπήκα κάτω από στέγη, ούτε με άνθρωπο έκανα συντροφιά, μέχρις ότου ξαναείδα τον Κύριο, που έδωσε την άδεια να μου επιστραφεί το ράσο μου.
3. Εμείς όταν ακούσαμε να λέγονται αυτά από τον όσιο Ιωάννη, είπαμε· «Αν ο δίκαιος μόλις και μετά βίας σώζεται, ο ασεβής και αμαρτωλός πως θα τα βγάλει πέρα;». Απ’ αυτό λοιπόν γίνεται φανερό ότι η καταλαλιά είναι μεγάλο κακό».

Γεροντικό του Σινά

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

“Βρήκαμε ένα απλό, αγαθό και άκακο γεροντάκι πού μας έδωσεν ευλογίαν να αγωνιζόμαστε και....

 Γέροντας Αρσένιος Σπηλαιώτης


“Βρήκαμε ένα απλό, αγαθό και άκακο γεροντάκι πού μας έδωσεν ευλογίαν να αγωνιζόμαστε όσο μπορούμε και να εξομολογούμαστε σε όποιον πνευματικόν αναπαυόμαστε». Το γεροντάκι αυτό ήταν ο γνωστός Γερο-Εφραίμ ο βαρελάς, του οποίου το καλύβι ήταν αφιερωμένο
στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, λίγο πιό κάτω από το γνωσ
τόν ησυχαστήριον των Δανιηλαίων.

Ο Γερο-Εφραίμ, ήταν βαρελάς και ξυλόγλυπτης. Ό,τι του έδινες για αμοιβή, το δεχόταν αδιαμαρτύρητα. Γι’ αυτό πολλοί τον έμαθαν και τον εκμεταλλεύονταν. Έκανε, ας πούμε, ένα βαρέλι 1.000 δραχμές και εσύ του έδινες 200.

– Καλά είναι, Γερο-Εφραίμ; τον ρωτούσες.
– Καλά, καλά, ευχαριστώ, παιδί μου, απαντούσε.

Έτσι, πολλοί σκέφτονταν: «Καλός τεχνίτης, αλλά ελαφρούτσικος. Ευκαιρία να τον γελάσουμε». Και δεν ήξεραν πόσο έξω έπεφταν.

Μια φορά, κάποιος μοναχός κάλεσε έναν ξυλόγλυπτη, για να κατασκευάσει το τέμπλο του ναϊδρίου του.
– Πόσα θέλεις; – Είκοσι λίρες (χρυσές).
Κοιτά το ταμείο ο μοναχός, δεν βγαίνει. Τι να κάνει; «Ας φωνάξω τον Γερο-Εφραίμ, πού παίρνει όσα του δώσεις», σκέφτεται.
– Γέρο-Εφραίμ, μου φτιάχνεις το τέμπλο;
– Το φτιάχνω.

Δώστου-δώστου, τελείωσε το τέμπλο. Τώρα η πληρωμή. Ανοίγει ο μοναχός το ταμείο, βρίσκει δύο λίρες. Του τις δίνει.

– Καλά είναι, Γερο-Εφραίμ;
– Καλά, καλά, παιδί μου, ευχαριστώ.

Ο Γερο-Αρσένιος όμως, επειδή άκουσε ότι ο άλλος ζήτησε είκοσι λίρες, έγινε φωτιά. Ακούς εκεί! Βρήκαν απλό τον Γέροντα και τον εκμεταλλεύονται! Τρέχει στον Γερο-Εφραίμ να διαμαρτυρηθεί. Τι όμως του λέει το απλό, αλλά σοφό γεροντάκι:
– Καλά, παιδί μου, και αν τα πληρωθούμε όλα εδώ, στην άλλη ζωή τί θα μείνει;
Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης”, έκδοση β’.

Λίγες μέρες μετά την κοίμησιν του Γέροντα μας (Εφραίμ), τον είδα σαν προσευχόμουνα σε όραμα.
Ήταν σ’ ένα πανευφρόσυνον τόπον. Το πρόσωπόν του άστραφτε από την πολλήν δόξαν και στεκόταν έξω από ένα ωραίο εκκλησάκι. Αφού χάρηκα πού τον είδα σε τόση δόξαν κατόπιν τον ρώτησα:
– Γέροντα, τί είναι αυτό το όμορφο εκκλησάκι;
– Ά, αυτό είναι δικό μου. Θυμάσαι πού του εσκάλισα το τέμπλο με δυό λίρες; Επειδή δεν πληρώθηκα εκεί και δεν γόγγυξα ούτε κατάκρινα, ο Χριστός μου το φύλαξε στον ουρανό. Θυμάσαι πού σου τό ‘λεγα;
Συνήλθα, λέγει ο Γερο-Αρσένιος, από το όραμα γεμάτος χαρά. Αλλά μου ‘δώσε και ένα μάθημα μεγάλο, μετά θάνατον ο Γέροντας, πού το θυμάμαι σ’ όλη μου την ζωήν.
Το περιστατικό αυτό ο παππούς Αρσένιος το διηγήθηκε σε πολλούς. Ο αείμνηστος Γέροντας μου παπα Χαράλαμπος, πολλές φορές μας το ανέφερε προς παραδειγματισμόν.

https://iconandlight.wordpress.com/

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

Είμαι άγγελος Κυρίου και με έστειλε ο Θεός να δοκιμάσω την προαίρεση σου, αν δηλαδή κάνεις ελεημοσύνη από γνήσια φιλανθρωπία ή για επίδειξη

 

Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος

Γρηγόριος ο Διάλογος_St. Gregory Dialogues_СвГригорий Двоеслов_d4b148c07e2ecd4513d66227c57

Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, που έγραψε τους βίους των αγίων της Ιταλίας σε μορφή διαλόγου κι έγινε πάπας και πατριάρχης της Ρώμης, πριν χειροτονηθεί αρχιερέας ήταν μοναχός και ηγούμενος της μονής του αγίου Ανδρέα (στο Μόντε Τσέλιο ), που είχε την επωνυμία Κλιοσκαίρη.

Μια μέρα λοιπόν, ενώ καθόταν στο κελλί του και καλλιγραφούσε, ήρθε ένα φτωχός. Ο άγιος, σαν αληθινός δούλος του Χριστού, κάλεσε το διακονητή του και τον πρόσταξε να του δώσει έξι νομίσματα. Εκείνος εκπλήρωσε την εντολή του.
Την ίδια μέρα όμως και ύστερα από λίγη ώρα, ξανάρχεται ο φτωχός στον άγιο και του λέει:
-Ελέησέ με, δούλε του Θεού του Υψίστου, γιατί έχασα πολλά και μου έδωσες λίγα!
Ο άγιος φώναξε πάλι τον υποτακτικό του.
-Πήγαινε, αδελφέ, του είπε, και δώσ’ του άλλα έξι νομίσματα.
Ο αδελφός το έκανε, και ο φτωχός έφυγε, έχοντας τώρα δώδεκα νομίσματα.
Αλλά μετά από λίγο έρχεται πάλι ο φτωχός, για τρίτη φορά μέσα στην ίδια μέρα, λέγοντας:
Ελέησέ με, δούλε του Θεού του Υψίστου! Δώσε μου κι άλλη ευλογία, γιατί πολλά έχασα!
Ξανακάλεσε το διακονητή του ο άγιος και του λέει:
Δώσ’ του, αδελφέ, άλλα έξι νομίσματα.
Μα τούτη τη φορά ο αδελφός αποκρίθηκε:
-Πίστεψέ με, πάτερ, πως δεν έχει μείνει ούτε ένα νόμισμα στο ταμείο.
Τότε τον ρωτάει ο μακάριος Γρηγόριος:
-Δεν έχεις λοιπόν κάποιο σκεύος ή ρούχο να του δώσεις;
-Άλλο σκεύος, άγιε πάτερ, δεν έχουμε, παρά μόνο το ασημένιο λεκανάκι, που μας έστειλε, όπως συνηθίζει, η μεγάλη κυρία με λίγα βρεγμένα όσπρια.
-Πήγαινε, αδελφέ, και δώσ’ του το λεκανάκι, είπε ο δούλος του Θεού.
Εκείνος έκανε ό,τι τον πρόσταξε ο μακάριος. Και ο φτωχός, αφού πήρε μαζί με τα δώδεκα νομίσματα και το ασημένιο σκεύος, έφυγε.

Όταν ο άγιος Γρηγόριος έγινε πατριάρχης, έδωσε μια μέρα εντολή στο σακελλάριό του, σύμφωνα με μια συνήθεια των τότε πατριαρχών, να καλέσει δώδεκα άτομα για να φάνε μαζί του. Εκείνος έκανε όπως τον πρόσταξε. Όταν όμως κάθισαν στο τραπέζι, ο άγιος έβλεπε δεκατρείς. Κάλεσε λοιπόν το σακελλάριο και του λέει:
-Δεν σου είπα να καλέσεις δώδεκα άτομα; Πώς τότε, παρά την υπόδειξή μου, κάλεσες δεκατρείς;
Με φόβο και έκπληξη τον άκουσε ο σακελλάριος.
-Πίστεψέ με, σεβάσμιε δέσποτα, δώδεκα μόνο είναι, αποκρίθηκε.
Τον δέκατο τρίτο δεν τον έβλεπε άλλος, παρά μόνο ο πατριάρχης. Καθώς έτρωγαν, τον παρατηρούσε, καθισμένο στην άκρη του τραπεζιού, ν’ αλλάζει κάθε τόσο μορφές: Άλλοτε του φαινόταν γέρος και άλλοτε νέος!

Όταν λοιπόν σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι, ο μακάριος Γρηγόριος άφησε όλους τους άλλους να φύγουν, εκείνον όμως τον δέκατο τρίτο, που του φαινόταν τόσο θαυμαστός, τον έπιασε απ’ το χέρι, τον οδήγησε στο δωμάτιό του και του είπε:
-Σε ορκίζω στη μεγάλη δύναμη του Θεού, ποιος είσαι; Και ποιο είναι τ’ όνομά σου;
-Και γιατί ρωτάς τ’ όνομά μου; είπε ο άλλος με τη σειρά του. Είναι θαυμαστό κι αυτό! Μάθε όμως, πως εγώ είμαι ο φτωχός που σ’ επισκέφθηκα στη μονή του αγίου αποστόλου Ανδρέα, και μου έδωσες τα δώδεκα νομίσματα και το ασημένιο λεκανάκι που σου είχε στείλει με βρεγμένα όσπρια η μητέρα σου, η μακαρία Συλβία. Να ξέρεις λοιπόν, πως από την ημέρα εκείνη που με τόση μακροθυμία μου πρόσφερες αυτά τα πράγματα, ο Κύριος όρισε να γίνεις πρόεδρος της Εκκλησίας Του, για την οποία έχυσε το αίμα Του, και να είσαι διάδοχος του κορυφαίου αποστόλου Πέτρου. Γιατί μιμήθηκες την αρετή εκείνου, που με απλότητα καρδιάς μοίραζε στους φτωχούς, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του, όσα έθεταν στη διάθεσή του οι χριστιανοί.
Του λέει τότε ο μακάριος Γρηγόριος:
-Και πώς ξέρεις εσύ, πως από τότε είχε ορίσει ο Κύριος να γίνω πατριάρχης;
-Επειδή είμαι άγγελος του Παντοκράτορα Κυρίου, γι’ αυτό το ξέρω! Εμένα είχε στείλει και τότε ο Θεός για να δοκιμάσω την προαίρεσή σου, αν δηλαδή κάνεις την ελεημοσύνη από γνήσια φιλανθρωπία ή για επίδειξη.

Ακούγοντάς τον ο άγιος φοβήθηκε, γιατί ποτέ ως τότε δεν είχε αντικρίσει άγγελο. Εκείνος πάλι του φερόταν και του μιλούσε σαν άνθρωπος.
-Μη φοβάσαι, του είπε τότε ο άγγελος. Μ’ έστειλε ο Κύριος για να μείνω κοντά σου όσο θα βρίσκεσαι σ’ αυτή τη ζωή. Και ό,τι θέλεις, θα το ζητάς από τον Κύριο με τη δική μου μεσολάβηση.

Μόλις ο άγιος το άκουσε κι αυτό, έπεσε με το πρόσωπο καταγής και προσκύνησε το Θεό, λέγοντας:
-Αν για τη μικρή, τη μηδαμινή τούτη προαίρεση, ο παντελεήμων Κύριος μού έδειξε τέτοιο πλήθος οικτιρμών, ώστε και τον άγγελό Του να μου στείλει για να είναι μαζί μου παντοτινά, ποια δόξα θ’ αξιωθούν άραγε αυτοί που τηρούν τις εντολές Του και ζουν ενάρετα; Ναι, αψευδής είναι εκείνος που είπε, ότι «κατακαυχάται έλεος κρίσεως» (Ιακ. β΄ 13) και «δανείζει Θεώ ο ελεών πτωχόν» (Παροιμ. ιθ΄ 17).
(Από το βιβλίο: «Μικρός Ευεργετινός» – Ιερά Μονή Παρακλήτου)